April 1

Λουκάς 9:1 — 9:17
 

9  Κατόπιν κάλεσε τους δώδεκα και τους έδωσε δύναμη και εξουσία πάνω σε όλους τους δαίμονες, καθώς και να θεραπεύουν αρρώστιες.  2  Και τους απέστειλε να κηρύττουν τη βασιλεία του Θεού και να γιατρεύουν, 3  και τους είπε: «Μην πάρετε τίποτα για το ταξίδι, ούτε μπαστούνι ούτε σακίδιο τροφίμων ούτε ψωμί ούτε ασημένια νομίσματα· ούτε να έχετε δύο εσωτερικά ενδύματα.  4  Αλλά σε οποιοδήποτε σπίτι μπείτε, εκεί να μένετε και από εκεί να φεύγετε.  5  Και οπουδήποτε δεν σας δέχονται οι άνθρωποι, βγαίνοντας από εκείνη την πόλη,  να τινάζετε τη σκόνη από τα πόδια σας για μαρτυρία εναντίον τους».  6  Τότε ξεκινώντας αυτοί διάβαιναν την περιοχή από χωριό σε χωριό, διακηρύττοντας τα καλά νέα και εκτελώντας θεραπείες παντού.  

   7  Ο δε Ηρώδης, ο περιφερειακός διοικητής, άκουσε όλα όσα συνέβαιναν και βρισκόταν σε μεγάλη αμηχανία, επειδή μερικοί έλεγαν ότι ο Ιωάννης είχε εγερθεί από τους νεκρούς,  8  άλλοι ότι είχε εμφανιστεί ο Ηλίας, ενώ κάποιοι άλλοι ότι είχε αναστηθεί ένας από τους αρχαίους προφήτες. 9  Ο Ηρώδης είπε: «Τον Ιωάννη εγώ τον αποκεφάλισα.  Ποιος είναι, λοιπόν, αυτός για τον οποίο ακούω τέτοια πράγματα;» Γι’ αυτό, ζητούσε  να τον δει.

   10  Και όταν επέστρεψαν οι απόστολοι, του διηγήθηκαν όσα είχαν κάνει.  Τότε τους πήρε και αποσύρθηκε ιδιαιτέρως  σε μια πόλη που ονομαζόταν Βηθσαϊδά. 11  Αλλά τα πλήθη, μαθαίνοντάς το, τον ακολούθησαν. Και αυτός τους δέχτηκε με καλοσύνη και άρχισε να τους μιλάει για τη βασιλεία του Θεού  και γιάτρεψε εκείνους που είχαν ανάγκη θεραπείας.  12  Κατόπιν, η ημέρα άρχισε να γέρνει. Πλησίασαν, λοιπόν, οι δώδεκα και του είπαν: «Διάλυσε το πλήθος για να πάνε στα γύρω χωριά και στην ύπαιθρο και να εξασφαλίσουν κατάλυμα και να βρουν προμήθειες, επειδή εδώ έξω είμαστε σε ερημικό τόπο».  13  Αλλά αυτός τους είπε: «Δώστε τους εσείς να φάνε».  Εκείνοι είπαν: «Δεν έχουμε τίποτα περισσότερο από πέντε ψωμιά και δύο ψάρια,  εκτός αν πάμε εμείς οι ίδιοι και αγοράσουμε τρόφιμα για όλο αυτόν το λαό».  14  Ήταν δε περίπου πέντε χιλιάδες άντρες.  Αλλά αυτός είπε στους μαθητές του: «Βάλτε τους να πλαγιάσουν όπως σε γεύμα, σε ομάδες από πενήντα περίπου η καθεμιά».  15  Και το έκαναν αυτό, και τους έβαλαν όλους να πλαγιάσουν. 16  Κατόπιν, παίρνοντας τα πέντε ψωμιά και τα δύο ψάρια, σήκωσε τα μάτια του προς τον ουρανό, τα ευλόγησε και τα έσπασε σε κομμάτια, και άρχισε να τα δίνει στους μαθητές για να τα προσφέρουν στο πλήθος.  17  Έφαγαν, λοιπόν, όλοι και χόρτασαν και σήκωσαν ό,τι τους περίσσεψε, δώδεκα καλάθια με κομμάτια.  
 


9 Then he called the twelve together and gave them power and authority over all the demons and to cure sicknesses. 2 And so he sent them forth to preach the kingdom of God and to heal, 3 and he said to them: “Carry nothing for the trip, neither staff nor food pouch, nor bread nor silver money; neither have two undergarments. 4 But wherever YOU enter into a home, stay there and leave from there. 5 And wherever people do not receive YOU, on going out of that city shake the dust off YOUR feet for a witness against them.” 6 Then starting out they went through the territory from village to village, declaring the good news and performing cures everywhere.

7 Now Herod the district ruler heard of all the things happening, and he was in great perplexity because of its being said by some that John had been raised up from the dead, 8 but by others that Elijah had appeared, but by still others that a certain one of the ancient prophets had risen. 9 Herod said: “John I beheaded. Who, then, is this about whom I am hearing such things?” So he was seeking to see him.

10 And when the apostles returned they recounted to him what things they had done. With that he took them along and withdrew to privacy into a city called Bethsaida. 11 But the crowds, getting to know it, followed him. And he received them kindly and began to speak to them about the kingdom of God, and he healed those needing a cure. 12 Then the day started to decline. The twelve now came up and said to him: “Dismiss the crowd, that they may go into the villages and countryside round about and procure lodging and find provisions, because out here we are in a lonely place.” 13 But he said to them: “YOU give them something to eat.” They said: “We have nothing more than five loaves and two fishes, unless perhaps we ourselves go and buy foodstuffs for all these people.” 14 They were, in fact, about five thousand men. But he said to his disciples: “Have them recline as at meals, in groups of about fifty each.” 15 And they did so and had them all recline. 16 Then taking the five loaves and the two fishes, he looked up to heaven, blessed them and broke them up and began to give them to the disciples to set before the crowd. 17 So they all ate and were satisfied, and the surplus that they had was taken up, twelve baskets of fragments.