April 5

Λουκάς 10:23 — 10:42
 

   23  Τότε στράφηκε στους μαθητές ιδιαιτέρως και είπε: «Ευτυχισμένα είναι τα μάτια που βλέπουν αυτά που βλέπετε  εσείς. 24  Διότι σας λέω: Πολλοί προφήτες και βασιλιάδες θέλησαν να δουν  αυτά που βλέπετε εσείς, αλλά δεν τα είδαν, και να ακούσουν αυτά που ακούτε εσείς, αλλά δεν τα άκουσαν».

   25  Τότε κάποιος άντρας που ήταν ειδήμονας στο Νόμο  σηκώθηκε να τον δοκιμάσει και είπε: «Δάσκαλε, τι να κάνω για να κληρονομήσω αιώνια ζωή;»  26  Αυτός του είπε: «Τι είναι γραμμένο στο Νόμο;  Τι διαβάζεις;» 27  Απαντώντας εκείνος είπε: «“Πρέπει να αγαπάς τον Ιεχωβά τον Θεό σου με όλη σου την καρδιά και με όλη σου την ψυχή και με όλη σου τη δύναμη και με όλη σου τη διάνοια”  και “τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου”».  28  Αυτός του είπε: «Ορθά απάντησες· “εξακολούθησε να το κάνεις αυτό και θα αποκτήσεις ζωή”».  

   29  Αλλά, θέλοντας να αποδειχτεί δίκαιος, ο άντρας είπε στον Ιησού: «Ποιος είναι, όμως, ο πλησίον μου;»  30  Απαντώντας ο Ιησούς είπε: «Κάποιος άνθρωπος κατέβαινε από την Ιερουσαλήμ στην Ιεριχώ και έπεσε σε ληστές οι οποίοι, αφού τον γύμνωσαν και του έδωσαν χτυπήματα, έφυγαν αφήνοντάς τον μισοπεθαμένο. 31  Κατά σύμπτωση, κάποιος ιερέας κατέβαινε από εκείνον το δρόμο, αλλά όταν τον είδε προσπέρασε από την απέναντι πλευρά.  32  Παρόμοια, και ένας Λευίτης, όταν κατέβηκε σε αυτόν τον τόπο και τον είδε, προσπέρασε από την απέναντι πλευρά.  33  Αλλά κάποιος Σαμαρείτης  που ταξίδευε στο δρόμο ήρθε προς το μέρος του και όταν τον είδε ένιωσε ευσπλαχνία. 34  Τον πλησίασε, λοιπόν, και έδεσε τα τραύματά του, βάζοντας πάνω τους λάδι και κρασί.  Κατόπιν τον ανέβασε στο ζώο του και τον έφερε σε κάποιο πανδοχείο και τον φρόντισε. 35  Και την επόμενη ημέρα έβγαλε δύο δηνάρια, τα έδωσε στον πανδοχέα και είπε: “Φρόντισέ τον, και ό,τι δαπανήσεις επιπλέον θα σου το ξεπληρώσω εγώ όταν επιστρέψω εδώ”. 36  Ποιος από αυτούς τους τρεις σου φαίνεται ότι έκανε τον εαυτό του πλησίον  στον άνθρωπο που έπεσε στους ληστές;» 37  Αυτός είπε: «Εκείνος που ενήργησε με έλεος  προς αυτόν». Ο Ιησούς τότε του είπε: «Πήγαινε και κάνε  και εσύ το ίδιο».

   38  Καθώς προχωρούσαν, μπήκε σε κάποιο χωριό. Και κάποια γυναίκα ονόματι Μάρθα  τον δέχτηκε ως φιλοξενούμενο στο σπίτι. 39  Αυτή η γυναίκα είχε και μια αδελφή ονόματι Μαρία, η οποία και κάθησε στα πόδια  του Κυρίου και άκουγε το λόγο του. 40  Η Μάρθα, απεναντίας, είχε αποσπασμένη την προσοχή  φροντίζοντας για πολλές δουλειές. Πλησίασε, λοιπόν, και είπε: «Κύριε, δεν σε νοιάζει που η αδελφή μου με έχει αφήσει μόνη να φροντίζω για τις δουλειές;  Πες της, λοιπόν, να έρθει να με βοηθήσει». 41  Απαντώντας ο Κύριος της είπε: «Μάρθα, Μάρθα, ανησυχείς  και αναστατώνεσαι για πολλά.  42  Λίγα,  όμως, χρειάζονται ή μόνο ένα. Όσο για τη Μαρία, εκείνη εξέλεξε την καλή μερίδα,  και αυτή δεν θα της αφαιρεθεί».

 


23 With that he turned to the disciples by themselves and said: “Happy are the eyes that behold the things YOU are beholding. 24 For I say to YOU, Many prophets and kings desired to see the things YOU are beholding but did not see them, and to hear the things YOU are hearing but did not hear them.”

25 Now, look! a certain man versed in the Law rose up, to test him out, and said: “Teacher, by doing what shall I inherit everlasting life?” 26 He said to him: “What is written in the Law? How do you read?” 27 In answer he said: “‘You must love Jehovah your God with your whole heart and with your whole soul and with your whole strength and with your whole mind,’ and, ‘your neighbor as yourself.’” 28 He said to him: “You answered correctly; ‘keep on doing this and you will get life.’”

29 But, wanting to prove himself righteous, the man said to Jesus: “Who really is my neighbor?” 30 In reply Jesus said: “A certain man was going down from Jerusalem to Jericho and fell among robbers, who both stripped him and inflicted blows, and went off, leaving him half-dead. 31 Now, by coincidence, a certain priest was going down over that road, but, when he saw him, he went by on the opposite side. 32 Likewise, a Levite also, when he got down to the place and saw him, went by on the opposite side. 33 But a certain Samaritan traveling the road came upon him and, at seeing him, he was moved with pity. 34 So he approached him and bound up his wounds, pouring oil and wine upon them. Then he mounted him upon his own beast and brought him to an inn and took care of him. 35 And the next day he took out two denarii, gave them to the innkeeper, and said, ‘Take care of him, and whatever you spend besides this, I will repay you when I come back here.’ 36 Who of these three seems to you to have made himself neighbor to the man that fell among the robbers?” 37 He said: “The one that acted mercifully toward him.” Jesus then said to him: “Go your way and be doing the same yourself.”

38 Now as they were going their way he entered into a certain village. Here a certain woman named Martha received him as guest into the house. 39 This woman also had a sister called Mary, who, however, sat down at the feet of the Lord and kept listening to his word. 40 Martha, on the other hand, was distracted with attending to many duties. So, she came near and said: “Lord, does it not matter to you that my sister has left me alone to attend to things? Tell her, therefore, to join in helping me.” 41 In answer the Lord said to her: “Martha, Martha, you are anxious and disturbed about many things. 42 A few things, though, are needed, or just one. For her part, Mary chose the good portion, and it will not be taken away from her.”