April 12

Λουκάς 13:10 — 13:21
 

   10  Δίδασκε δε σε μια από τις συναγωγές το σάββατο. 11  Και εκεί ήταν μια γυναίκα που είχε πνεύμα  αδυναμίας επί δεκαοχτώ χρόνια, και ήταν διπλωμένη στα δύο και δεν μπορούσε να ορθώσει το σώμα της καθόλου. 12  Όταν την είδε, ο Ιησούς απευθύνθηκε σε αυτήν και της είπε: «Γυναίκα, έχεις απελευθερωθεί  από την αδυναμία σου». 13  Και έθεσε τα χέρια του πάνω σε αυτήν· και ευθύς αμέσως αυτή ανορθώθηκε  και άρχισε να δοξάζει τον Θεό. 14  Αλλά ο αρχισυνάγωγος, αγανακτισμένος επειδή ο Ιησούς έκανε τη θεραπεία στη διάρκεια του σαββάτου, αποκρίθηκε και είπε στο πλήθος: «Έξι είναι οι ημέρες στις οποίες πρέπει να γίνεται εργασία·  αυτές τις ημέρες, λοιπόν, να έρχεστε και να θεραπεύεστε, και όχι την ημέρα του σαββάτου».  15  Ωστόσο, ο Κύριος του απάντησε και είπε: «Υποκριτές,  δεν λύνει ο καθένας σας κατά τη διάρκεια του σαββάτου τον ταύρο του ή το γαϊδούρι του από το παχνί και πηγαίνει να το ποτίσει;  16  Αυτή, λοιπόν, η γυναίκα, που είναι κόρη του Αβραάμ  και την οποία ο Σατανάς κρατούσε δέσμια δεκαοχτώ χρόνια τώρα, δεν ήταν σωστό να λυθεί από αυτά τα δεσμά την ημέρα του σαββάτου;» 17  Όταν τα είπε αυτά, όλοι οι εναντιούμενοί του άρχισαν να ντρέπονται·  αλλά όλο το πλήθος άρχισε να χαίρεται για όλα τα ένδοξα πράγματα που έκανε αυτός.  

   18  Άρχισε, λοιπόν, να λέει: «Με τι μοιάζει η βασιλεία του Θεού και με τι να την παραβάλω;  19  Μοιάζει με κόκκο σιναπιού τον οποίο πήρε κάποιος άνθρωπος και έβαλε στον κήπο του, και αυτός μεγάλωσε και έγινε δέντρο, και τα πουλιά του ουρανού  φώλιασαν στα κλαδιά του».  

   20  Και πάλι είπε: «Με τι να παραβάλω τη βασιλεία του Θεού; 21  Μοιάζει με προζύμι το οποίο πήρε κάποια γυναίκα και έκρυψε σε τρία μεγάλα μέτρα αλεύρι μέχρι που υπέστη ζύμωση όλη η μάζα».  

 


10 Now he was teaching in one of the synagogues on the sabbath. 11 And, look! a woman with a spirit of weakness for eighteen years, and she was bent double and was unable to raise herself up at all. 12 When he saw her, Jesus addressed her and said to her: “Woman, you are released from your weakness.” 13 And he laid his hands on her; and instantly she straightened up, and began to glorify God. 14 But in response the presiding officer of the synagogue, indignant because Jesus did the cure on the sabbath, began to say to the crowd: “There are six days on which work ought to be done; on them, therefore, come and be cured, and not on the sabbath day.” 15 However, the Lord answered him and said: “Hypocrites, does not each one of YOU on the sabbath untie his bull or his ass from the stall and lead it away to give it drink? 16 Was it not due, then, for this woman who is a daughter of Abraham, and whom Satan held bound, look! eighteen years, to be loosed from this bond on the sabbath day?” 17 Well, when he said these things, all his opposers began to feel shame; but all the crowd began to rejoice at all the glorious things done by him.

18 Therefore he went on to say: “What is the kingdom of God like, and with what shall I compare it? 19 It is like a mustard grain that a man took and put in his garden, and it grew and became a tree, and the birds of heaven took up lodging in its branches.”

20 And again he said: “With what shall I compare the kingdom of God? 21 It is like leaven, which a woman took and hid in three large measures of flour until the whole mass was fermented.”