April 14

Λουκάς 14:1 — 14:24
 

14  Σε μια περίπτωση, όταν μπήκε στο σπίτι κάποιου από τους άρχοντες των Φαρισαίων το σάββατο για να γευματίσει,  αυτοί τον παρατηρούσαν.  2  Και εκεί μπροστά του ήταν ένας άνθρωπος που είχε υδρωπικία. 3  Αποκρίθηκε, λοιπόν, ο Ιησούς και μίλησε προς εκείνους που ήταν ειδήμονες στο Νόμο και προς τους Φαρισαίους, λέγοντας: «Είναι νόμιμο να θεραπεύει κανείς στη διάρκεια του σαββάτου ή όχι;»  4  Αλλά αυτοί έμειναν σιωπηλοί. Τότε εκείνος έπιασε τον άνθρωπο, τον γιάτρεψε και του είπε να φύγει. 5  Και τους είπε: «Ποιος από εσάς, αν ο γιος του ή ο ταύρος του πέσει σε πηγάδι,  δεν θα τον τραβήξει αμέσως έξω την ημέρα του σαββάτου;»  6  Και δεν μπόρεσαν να αποκριθούν σε αυτά.  

   7  Κατόπιν άρχισε να λέει στους προσκαλεσμένους μια παραβολή, επειδή πρόσεξε πώς διάλεγαν τις πιο εξέχουσες θέσεις, λέγοντάς τους:  8  «Όταν προσκληθείς από κάποιον σε γαμήλιο συμπόσιο, μην ξαπλώσεις στην πιο εξέχουσα θέση.  Ίσως να έχει προσκληθεί τότε από αυτόν κάποιος πιο διακεκριμένος από εσένα, 9  και να έρθει αυτός που προσκάλεσε εσένα και εκείνον και να σου πει: “Δώσε τη θέση σε αυτόν”. Και τότε θα φύγεις με ντροπή για να πάρεις την τελευταία θέση.  10  Αλλά όταν προσκληθείς, πήγαινε και πλάγιασε στην τελευταία θέση,  ώστε όταν έρθει αυτός που σε προσκάλεσε, να σου πει: “Φίλε, πήγαινε πιο πάνω”. Τότε θα έχεις τιμή ενώπιον όλων των άλλων φιλοξενουμένων.  11  Διότι όποιος εξυψώνει τον εαυτό του θα ταπεινωθεί και όποιος ταπεινώνει τον εαυτό του θα εξυψωθεί».  

   12  Στη συνέχεια άρχισε να λέει και σε αυτόν που τον προσκάλεσε: «Όταν παραθέτεις γεύμα ή δείπνο, μη φωνάζεις τους φίλους σου ή τους αδελφούς σου ή τους συγγενείς σου ή πλούσιους γείτονες. Ίσως κάποτε σε αντικαλέσουν και αυτοί και σου γίνει ανταπόδοση. 13  Αλλά όταν παραθέτεις συμπόσιο, να προσκαλείς φτωχούς, αναπήρους, κουτσούς, τυφλούς·  14  και θα είσαι ευτυχισμένος, επειδή αυτοί δεν έχουν τίποτα με το οποίο να σου ανταποδώσουν. Διότι θα σου γίνει ανταπόδοση στην ανάσταση  των δικαίων».

   15  Ακούγοντάς τα αυτά, κάποιος από τους άλλους φιλοξενουμένους τού είπε: «Ευτυχισμένος θα είναι όποιος φάει ψωμί στη βασιλεία του Θεού».  

   16  Ο Ιησούς τού είπε: «Κάποιος άνθρωπος παρέθετε ένα μεγάλο δείπνο και προσκάλεσε πολλούς.  17  Και έστειλε το δούλο του την ώρα του δείπνου να πει στους προσκαλεσμένους: “Ελάτε,  επειδή τα πράγματα είναι τώρα έτοιμα”. 18  Όλοι, όμως, άρχισαν παρόμοια να ζητούν να απαλλαχτούν.  Ο πρώτος τού είπε: “Αγόρασα αγρό και χρειάζεται να βγω και να τον δω· σε παρακαλώ, θεώρησέ με δικαιολογημένο”.  19  Και άλλος είπε: “Αγόρασα πέντε ζευγάρια βόδια και πηγαίνω να τα εξετάσω· σε παρακαλώ, θεώρησέ με δικαιολογημένο”.  20  Άλλος πάλι είπε: “Μόλις παντρεύτηκα  γυναίκα και γι’ αυτό δεν μπορώ να έρθω”. 21  Ο δούλος, λοιπόν, ήρθε και τα ανέφερε αυτά στον κύριό του. Τότε ο οικοδεσπότης οργίστηκε και είπε στο δούλο του: “Βγες γρήγορα στους πλατιούς δρόμους και στα στενά της πόλης και φέρε εδώ τους φτωχούς και αναπήρους και τυφλούς και κουτσούς”.  22  Αργότερα ο δούλος είπε: “Κύριε, έγινε αυτό που πρόσταξες, και ακόμη υπάρχει χώρος”. 23  Και ο κύριος είπε στο δούλο: “Βγες στους δρόμους  και στους περιφραγμένους τόπους και ανάγκασέ τους να μπουν, για να γεμίσει το σπίτι μου.  24  Διότι σας λέω: Κανείς από τους άντρες που προσκλήθηκαν δεν θα γευτεί το δείπνο μου”».  

 


14 And on an occasion when he went into the house of a certain one of the rulers of the Pharisees on the sabbath to eat a meal, they were closely watching him. 2 And, look! there was before him a certain man who had dropsy. 3 So in response Jesus spoke to those versed in the Law and to the Pharisees, saying: “Is it lawful on the sabbath to cure or not?” 4 But they kept silent. With that he took hold of [the man], healed him and sent [him] away. 5 And he said to them: “Who of YOU, if his son or bull falls into a well, will not immediately pull him out on the sabbath day?” 6 And they were not able to answer back on these things.

7 He then went on to tell the invited men an illustration, as he marked how they were choosing the most prominent places for themselves, saying to them: 8 “When you are invited by someone to a marriage feast, do not lie down in the most prominent place. Perhaps someone more distinguished than you may at the time have been invited by him, 9 and he that invited you and him will come and say to you, ‘Let this man have the place.’ And then you will start off with shame to occupy the lowest place. 10 But when you are invited, go and recline in the lowest place, that when the man that has invited you comes he will say to you, ‘Friend, go on up higher.’ Then you will have honor in front of all your fellow guests. 11 For everyone that exalts himself will be humbled and he that humbles himself will be exalted.”

12 Next he proceeded to say also to the man that invited him: “When you spread a dinner or evening meal, do not call your friends or your brothers or your relatives or rich neighbors. Perhaps sometime they might also invite you in return and it would become a repayment to you. 13 But when you spread a feast, invite poor people, crippled, lame, blind; 14 and you will be happy, because they have nothing with which to repay you. For you will be repaid in the resurrection of the righteous ones.”

15 On hearing these things a certain one of the fellow guests said to him: “Happy is he who eats bread in the kingdom of God.”

16 [Jesus] said to him: “A certain man was spreading a grand evening meal, and he invited many. 17 And he sent his slave out at the hour of the evening meal to say to the invited ones, ‘Come, because things are now ready.’ 18 But they all in common started to beg off. The first said to him, ‘I bought a field and need to go out and see it; I ask you, Have me excused.’ 19 And another said, ‘I bought five yoke of cattle and am going to examine them; I ask you, Have me excused.’ 20 Still another said, ‘I just married a wife and for this reason I cannot come.’ 21 So the slave came up and reported these things to his master. Then the householder became wrathful and said to his slave, ‘Go out quickly into the broad ways and the lanes of the city, and bring in here the poor and crippled and blind and lame.’ 22 In time the slave said, ‘Master, what you ordered has been done, and yet there is room.’ 23 And the master said to the slave, ‘Go out into the roads and the fenced-in places, and compel them to come in, that my house may be filled. 24 For I say to YOU people, None of those men that were invited shall have a taste of my evening meal.’”