April 29

Λουκάς 22:54 — 23:12

 

   54  Τότε τον συνέλαβαν και τον πήραν  από εκεί και τον έφεραν στο σπίτι του αρχιερέα·  ο δε Πέτρος ακολουθούσε από απόσταση.  55  Όταν άναψαν φωτιά στη μέση της αυλής και κάθησαν μαζί, ο Πέτρος καθόταν ανάμεσά τους.  56  Αλλά κάποια υπηρέτρια τον είδε να κάθεται κοντά στη δυνατή φωτιά και τον κοίταξε καλά και είπε: «Και αυτός ήταν μαζί του».  57  Εκείνος, όμως, το αρνήθηκε,  λέγοντας: «Δεν τον γνωρίζω, γυναίκα».  58  Και έπειτα από λίγη ώρα, κάποιος άλλος, βλέποντάς τον, είπε: «Και εσύ από αυτούς είσαι». Αλλά ο Πέτρος είπε: «Άνθρωπε, δεν είμαι».  59  Και αφού μεσολάβησε περίπου μία ώρα, κάποιος άλλος άρχισε να ισχυρίζεται επίμονα: «Σίγουρα και αυτός ήταν μαζί του, γιατί είναι και Γαλιλαίος!»  60  Αλλά ο Πέτρος είπε: «Άνθρωπε, δεν ξέρω τι λες». Και ευθύς, ενώ μιλούσε ακόμη, λάλησε ένας πετεινός.  61  Και στράφηκε ο Κύριος και κοίταξε τον Πέτρο, και θυμήθηκε ο Πέτρος τα λόγια του Κυρίου, όταν του είπε: «Προτού λαλήσει πετεινός σήμερα, θα με απαρνηθείς τρεις φορές».  62  Τότε βγήκε έξω και έκλαψε πικρά.  

   63  Και οι άντρες που τον είχαν υπό κράτηση άρχισαν να τον περιπαίζουν  χτυπώντας  τον·  64  και, αφού τον σκέπασαν, τον ρωτούσαν και έλεγαν: «Προφήτευσε. Ποιος είναι αυτός που σε χτύπησε;»  65  Και άλλα πολλά έλεγαν βλασφημώντας  τον.

   66  Τελικά, όταν ξημέρωσε, η συνέλευση των πρεσβυτέρων του λαού, τόσο οι πρωθιερείς όσο και οι γραμματείς, συγκεντρώθηκαν  και τον έσυραν στην αίθουσα που είχαν για το Σάνχεδριν, λέγοντας:  67  «Αν είσαι εσύ ο Χριστός,  πες μας». Αλλά εκείνος τούς είπε: «Ακόμη και αν σας το πω, δεν πρόκειται να το πιστέψετε.  68  Και αν σας ρωτήσω, δεν πρόκειται να απαντήσετε.  69  Ωστόσο, από τώρα και στο εξής ο Γιος του ανθρώπου  θα κάθεται δίπλα στο δυνατό δεξί  χέρι του Θεού».  70  Τότε όλοι είπαν: «Εσύ είσαι, λοιπόν, ο Γιος του Θεού;» Εκείνος τους είπε: «Εσείς οι ίδιοι λέτε  ότι είμαι». 71  Αυτοί είπαν: «Γιατί χρειαζόμαστε επιπλέον μαρτυρία;  Διότι οι ίδιοι το ακούσαμε από το στόμα του».

23  Σηκώθηκε, λοιπόν, ολόκληρο το πλήθος τους και τον οδήγησε στον Πιλάτο.  2  Τότε άρχισαν να τον κατηγορούν,  λέγοντας: «Βρήκαμε αυτόν τον άνθρωπο να υπονομεύει  το έθνος μας και να απαγορεύει την πληρωμή φόρων  στον Καίσαρα και να λέει ότι αυτός είναι Χριστός βασιλιάς».  3  Ο Πιλάτος, λοιπόν, τον ρώτησε: «Εσύ είσαι ο βασιλιάς των Ιουδαίων;» Απαντώντας του εκείνος είπε: «Εσύ ο ίδιος το λες».  4  Τότε ο Πιλάτος είπε στους πρωθιερείς και στα πλήθη: «Δεν βρίσκω κανένα έγκλημα σε αυτόν τον άνθρωπο».  5  Αλλά αυτοί άρχισαν να επιμένουν, λέγοντας: «Ξεσηκώνει το λαό διδάσκοντας σε ολόκληρη την Ιουδαία, αρχίζοντας μάλιστα από τη Γαλιλαία ως εδώ». 6  Όταν το άκουσε αυτό, ο Πιλάτος ρώτησε αν ο άνθρωπος ήταν Γαλιλαίος 7  και, αφού εξακρίβωσε ότι ήταν από την περιφέρεια στην οποία είχε εξουσία ο Ηρώδης,  τον έστειλε στον Ηρώδη, που ήταν και αυτός στην Ιερουσαλήμ εκείνες τις ημέρες.

   8  Όταν ο Ηρώδης είδε τον Ιησού χάρηκε πολύ, γιατί επί αρκετό καιρό ήθελε να τον δει,  έχοντας ακούσει  για αυτόν, και έλπιζε να δει κάποιο σημείο να εκτελείται από αυτόν. 9  Άρχισε, λοιπόν, να τον ρωτάει με πολλά λόγια· αλλά αυτός δεν του έδωσε καμιά απάντηση.  10  Οι δε πρωθιερείς και οι γραμματείς σηκώνονταν και τον κατηγορούσαν  με σφοδρότητα. 11  Τότε ο Ηρώδης μαζί με τους στρατιώτες της φρουράς του τον διέσυρε  και τον περιέπαιξε,  ντύνοντάς τον με λαμπρό ένδυμα, και τον έστειλε πίσω στον Πιλάτο. 12  Και έτσι ο Ηρώδης και ο Πιλάτος  έγιναν φίλοι μεταξύ τους εκείνη την ημέρα· διότι προηγουμένως είχαν έχθρα μεταξύ τους.

 


54 Then they arrested him and led him off and brought him into the house of the high priest; but Peter was following at a distance. 55 When they lit a fire in the midst of the courtyard and sat down together, Peter was sitting in among them. 56 But a certain servant girl saw him sitting by the bright fire and looked him over and said: “This man also was with him.” 57 But he denied it, saying: “I do not know him, woman.” 58 And after a short time another person seeing him said: “You also are one of them.” But Peter said: “Man, I am not.” 59 And after about an hour intervened a certain other [man] began insisting strongly: “For a certainty this [man] also was with him; for, in fact, he is a Galilean!” 60 But Peter said: “Man, I do not know what you are saying.” And instantly, while he was yet speaking, a cock crowed. 61 And the Lord turned and looked upon Peter, and Peter recalled the utterance of the Lord when he said to him: “Before a cock crows today you will disown me three times.” 62 And he went outside and wept bitterly.

63 Now the men that had him in custody began to make fun of him, hitting him; 64 and after covering him over they would ask and say: “Prophesy. Who is it that struck you?” 65 And they went on saying many other things in blasphemy against him.

66 At length when it became day, the assembly of older men of the people, both chief priests and scribes, gathered together, and they haled him into their Sanhedrin hall, saying: 67 “If you are the Christ, tell us.” But he said to them: “Even if I told YOU, YOU would not believe it at all. 68 Moreover, if I questioned YOU, YOU would not answer at all. 69 However, from now on the Son of man will be sitting at the powerful right hand of God.” 70 At this they all said: “Are you, therefore, the Son of God?” He said to them: “YOU yourselves are saying that I am.” 71 They said: “Why do we need further witness? For we ourselves have heard [it] out of his own mouth.”

23 So the multitude of them rose, one and all, and led him to Pilate. 2 Then they started to accuse him, saying: “This man we found subverting our nation and forbidding the paying of taxes to Caesar and saying he himself is Christ a king.” 3 Now Pilate asked him the question: “Are you the king of the Jews?” In answer to him he said: “You yourself are saying [it].” 4 Then Pilate said to the chief priests and the crowds: “I find no crime in this man.” 5 But they began to be insistent, saying: “He stirs up the people by teaching throughout all Judea, even starting out from Galilee to here.” 6 On hearing that, Pilate asked whether the man was a Galilean, 7 and, after ascertaining that he was from the jurisdiction of Herod, he sent him on to Herod, who was also himself in Jerusalem in these days.

8 When Herod saw Jesus he rejoiced greatly, for over a considerable time he was wanting to see him because of having heard about him, and he was hoping to see some sign performed by him. 9 Now he began to question him with a good many words; but he made him no answer. 10 However, the chief priests and the scribes kept standing up and vehemently accusing him. 11 Then Herod together with his soldier guards discredited him, and he made fun of him by clothing him with a bright garment and sent him back to Pilate. 12 Both Herod and Pilate now became friends with each other on that very day; for before that they had continued at enmity between themselves.