February 11

Ματθαίος 26:48―26:75

 

   48 Μάλιστα ο προδότης του τους είχε δώσει ένα σημείο, λέγοντας: «Όποιον φιλήσω, αυτός είναι· συλλάβετέ τον». 49 Και πηγαίνοντας κατευθείαν στον Ιησού, είπε: «Χαίρε, Ραββί!» και τον φίλησε πολύ τρυφερά. 50 Αλλά ο Ιησούς τού είπε: «Άνθρωπε, για ποιο σκοπό είσαι εδώ;» Τότε ήρθαν και έβαλαν τα χέρια πάνω στον Ιησού και τον συνέλαβαν. 51 Αλλά κάποιος από εκείνους που ήταν μαζί με τον Ιησού άπλωσε το χέρι του και τράβηξε το σπαθί του και χτύπησε το δούλο του αρχιερέα και του έκοψε το αφτί. 52 Τότε ο Ιησούς τού είπε: «Επίστρεψε το σπαθί σου στη θέση του, γιατί όλοι εκείνοι που παίρνουν σπαθί θα αφανιστούν από σπαθί. 53 Ή νομίζεις ότι δεν μπορώ να επικαλεστώ τον Πατέρα μου για να μου χορηγήσει αυτή τη στιγμή περισσότερες από δώδεκα λεγεώνες αγγέλων; 54 Τότε πώς θα εκπληρώνονταν οι Γραφές ότι έτσι πρέπει να γίνει;» 55 Εκείνη την ώρα είπε ο Ιησούς στα πλήθη: «Βγήκατε να με συλλάβετε με σπαθιά και ρόπαλα, σαν να βγαίνατε εναντίον ενός ληστή; Κάθε ημέρα καθόμουν στο ναό διδάσκοντας, και όμως δεν με συλλάβατε. 56 Αλλά όλα αυτά έγιναν για να εκπληρωθούν τα όσα έγραψαν οι προφήτες». Τότε όλοι οι μαθητές τον εγκατέλειψαν και έφυγαν.

   57 Εκείνοι που συνέλαβαν τον Ιησού τον έφεραν στον Καϊάφα τον αρχιερέα, όπου ήταν συγκεντρωμένοι οι γραμματείς και οι πρεσβύτεροι. 58 Ο δε Πέτρος τον ακολουθούσε από αρκετή απόσταση ως την αυλή του αρχιερέα και, αφού μπήκε μέσα, καθόταν με τους υπηρέτες του σπιτιού για να δει το αποτέλεσμα.

   59 Στο μεταξύ, οι πρωθιερείς και ολόκληρο το Σάνχεδριν έψαχναν για ψευδομαρτυρία εναντίον του Ιησού ώστε να τον θανατώσουν, 60 αλλά δεν βρήκαν καμιά, αν και ήρθαν πολλοί ψευδομάρτυρες. Αργότερα ήρθαν δύο 61 και είπαν: «Αυτός ο άνθρωπος είπε: “Μπορώ να γκρεμίσω το ναό του Θεού και να τον χτίσω σε τρεις ημέρες”». 62 Τότε σηκώθηκε ο αρχιερέας και του είπε: «Τίποτα δεν απαντάς; Τι μαρτυρούν αυτοί εναντίον σου;» 63 Αλλά ο Ιησούς έμενε σιωπηλός. Ο αρχιερέας, λοιπόν, του είπε: «Σε ορκίζω στον ζωντανό Θεό να μας πεις αν εσύ είσαι ο Χριστός, ο Γιος του Θεού!» 64 Ο Ιησούς τού είπε: «Εσύ ο ίδιος το είπες. Εντούτοις σας λέω: Στο εξής θα δείτε τον Γιο του ανθρώπου να κάθεται στα δεξιά της δύναμης και να έρχεται πάνω στα σύννεφα του ουρανού». 65 Τότε ο αρχιερέας έσκισε τα εξωτερικά του ενδύματα, λέγοντας: «Αυτός βλασφήμησε! Τι χρειαζόμαστε πια μάρτυρες; Ορίστε! Τώρα ακούσατε τη βλασφημία. 66 Ποια είναι η γνώμη σας;» Αυτοί απάντησαν: «Είναι άξιος θανάτου». 67 Τότε έφτυσαν στο πρόσωπό του και τον χτύπησαν με τις γροθιές τους. Άλλοι τον χαστούκισαν, 68 λέγοντας: «Προφήτευσε σε εμάς, Χριστέ. Ποιος είναι αυτός που σε χτύπησε;»

   69 Ο δε Πέτρος καθόταν έξω στην αυλή· και τον πλησίασε μια υπηρέτρια, λέγοντας: «Και εσύ ήσουν μαζί με τον Ιησού τον Γαλιλαίο!» 70 Αλλά αυτός το αρνήθηκε μπροστά σε όλους, λέγοντας: «Δεν ξέρω τι λες». 71 Αφού βγήκε έξω, στο θάλαμο της πύλης, τον είδε μια άλλη υπηρέτρια και είπε σε εκείνους που ήταν εκεί: «Αυτός ήταν μαζί με τον Ιησού τον Ναζωραίο». 72 Και πάλι αυτός το αρνήθηκε με όρκο: «Δεν τον γνωρίζω τον άνθρωπο!» 73 Έπειτα από λίγο, πλησίασαν εκείνοι που στέκονταν τριγύρω και είπαν στον Πέτρο: «Σίγουρα και εσύ από αυτούς είσαι, γιατί και η διάλεκτός σου σε προδίδει». 74 Τότε αυτός άρχισε να καταριέται και να ορκίζεται: «Δεν τον γνωρίζω τον άνθρωπο!» Και αμέσως λάλησε ένας πετεινός. 75 Και ο Πέτρος θυμήθηκε τα λόγια που είπε ο Ιησούς, δηλαδή: «Προτού λαλήσει πετεινός, θα με απαρνηθείς τρεις φορές». Τότε βγήκε έξω και έκλαψε πικρά.

 


48 Now his betrayer had given them a sign, saying: “Whoever it is I kiss, this is he; take him into custody.” 49 And going straight up to Jesus he said: “Good day, Rabbi!” and kissed him very tenderly. 50 But Jesus said to him: “Fellow, for what purpose are you present?” Then they came forward and laid hands on Jesus and took him into custody. 51 But, look! one of those with Jesus reached out his hand and drew his sword and struck the slave of the high priest and took off his ear. 52 Then Jesus said to him: “Return your sword to its place, for all those who take the sword will perish by the sword. 53 Or do you think that I cannot appeal to my Father to supply me at this moment more than twelve legions of angels? 54 In that case, how would the Scriptures be fulfilled that it must take place this way?” 55 In that hour Jesus said to the crowds: “Have YOU come out with swords and clubs as against a robber to arrest me? Day after day I used to sit in the temple teaching, and yet YOU did not take me into custody. 56 But all this has taken place for the scriptures of the prophets to be fulfilled.” Then all the disciples abandoned him and fled.

57 Those who took Jesus into custody led him away to Caiaphas the high priest, where the scribes and the older men were gathered together. 58 But Peter kept following him at a good distance, as far as the courtyard of the high priest, and, after going inside, he was sitting with the house attendants to see the outcome.

59 Meantime the chief priests and the entire Sanhedrin were looking for false witness against Jesus in order to put him to death, 60 but they found none, although many false witnesses came forward. Later on two came forward 61 and said: “This man said, ‘I am able to throw down the temple of God and build it up in three days.’” 62 With that the high priest stood up and said to him: “Have you no answer? What is it these are testifying against you?” 63 But Jesus kept silent. So the high priest said to him: “By the living God I put you under oath to tell us whether you are the Christ the Son of God!” 64 Jesus said to him: “You yourself said [it]. Yet I say to YOU men, From henceforth YOU will see the Son of man sitting at the right hand of power and coming on the clouds of heaven.” 65 Then the high priest ripped his outer garments, saying: “He has blasphemed! What further need do we have of witnesses? See! Now YOU have heard the blasphemy. 66 What is YOUR opinion?” They returned answer: “He is liable to death.” 67 Then they spit into his face and hit him with their fists. Others slapped him in the face, 68 saying: “Prophesy to us, you Christ. Who is it that struck you?”

69 Now Peter was sitting outside in the courtyard; and a servant girl came up to him, saying: “You, too, were with Jesus the Galilean!” 70 But he denied it before them all, saying: “I do not know what you are talking about.” 71 After he had gone out to the gatehouse, another girl noticed him and said to those there: “This man was with Jesus the Nazarene.” 72 And again he denied it, with an oath: “I do not know the man!” 73 After a little while those standing around came up and said to Peter: “Certainly you also are one of them, for, in fact, your dialect gives you away.” 74 Then he started to curse and swear: “I do not know the man!” And immediately a cock crowed. 75 And Peter called to mind the saying Jesus spoke, namely: “Before a cock crows, you will disown me three times.” And he went outside and wept bitterly.