February 27

Μάρκος 8:22 — 9:13


   22  Και έφτασαν στη Βηθσαϊδά. Και του έφεραν έναν τυφλό και τον ικέτευσαν να τον αγγίξει. 23  Εκείνος πήρε τον τυφλό από το χέρι, τον έβγαλε έξω από το χωριό και, αφού έφτυσε πάνω στα μάτια του, έθεσε τα χέρια του πάνω σε αυτόν και άρχισε να τον ρωτάει: «Βλέπεις τίποτα;» 24  Και αυτός σήκωσε τα μάτια του και άρχισε να λέει: «Βλέπω ανθρώπους, επειδή διακρίνω κάποια πράγματα που φαίνονται να είναι δέντρα, αλλά περπατούν». 25  Κατόπιν έβαλε τα χέρια του πάλι πάνω στα μάτια του ανθρώπου, και ο άνθρωπος είδε καθαρά και αποκαταστάθηκε και έβλεπε τα πάντα ευδιάκριτα. 26  Τον έστειλε, λοιπόν, στο σπίτι του, λέγοντας: «Αλλά μην μπεις στο χωριό».

   27  Κατόπιν ο Ιησούς και οι μαθητές του έφυγαν για τα χωριά της Καισάρειας του Φιλίππου, και στο δρόμο άρχισε να ρωτάει τους μαθητές του, λέγοντάς τους: «Ποιος λένε οι άνθρωποι ότι είμαι;» 28  Αυτοί του είπαν: «Ο Ιωάννης ο Βαφτιστής, και άλλοι, Ο Ηλίας· ενώ κάποιοι άλλοι, Ένας από τους προφήτες». 29  Και τους υπέβαλε την ερώτηση: «Εσείς, όμως, ποιος λέτε ότι είμαι;» Απαντώντας ο Πέτρος τού είπε: «Εσύ είσαι ο Χριστός». 30  Τότε τους παρήγγειλε αυστηρά να μη λένε σε κανέναν για αυτόν. 31  Επίσης, άρχισε να τους διδάσκει ότι ο Γιος του ανθρώπου πρέπει να υποστεί πολλά παθήματα και να απορριφθεί από τους πρεσβυτέρους και τους πρωθιερείς και τους γραμματείς και να θανατωθεί και να αναστηθεί τρεις ημέρες αργότερα. 32  Με παρρησία έκανε αυτή τη δήλωση. Αλλά ο Πέτρος τον πήρε παράμερα και άρχισε να τον επιπλήττει. 33  Εκείνος γύρισε, κοίταξε τους μαθητές του και επέπληξε τον Πέτρο, και είπε: «Πήγαινε πίσω μου, Σατανά, επειδή σκέφτεσαι, όχι τις σκέψεις του Θεού, αλλά των ανθρώπων».

   34  Φώναξε, λοιπόν, το πλήθος μαζί με τους μαθητές του και τους είπε: «Αν κάποιος θέλει να έρθει πίσω μου, ας απαρνηθεί τον εαυτό του και ας σηκώσει το ξύλο του βασανισμού του και ας με ακολουθεί συνεχώς. 35  Διότι όποιος θέλει να σώσει την ψυχή του θα τη χάσει· αλλά όποιος χάσει την ψυχή του για χάρη δική μου και των καλών νέων θα τη σώσει. 36  Πραγματικά, τι ωφελεί τον άνθρωπο το να κερδίσει όλο τον κόσμο και να ζημιωθεί την ψυχή του; 37  Τι θα έδινε, πράγματι, ο άνθρωπος σε αντάλλαγμα για την ψυχή του; 38  Διότι όποιος ντραπεί για εμένα και τα λόγια μου σε αυτή τη μοιχαλίδα και αμαρτωλή γενιά, και ο Γιος του ανθρώπου θα ντραπεί για αυτόν όταν φτάσει με τη δόξα του Πατέρα του μαζί με τους αγίους αγγέλους».

9  Επίσης, τους έλεγε: «Αληθινά σας λέω: Υπάρχουν μερικοί από αυτούς που στέκονται εδώ οι οποίοι δεν πρόκειται να γευτούν θάνατο, μέχρι να δουν πρώτα τη βασιλεία του Θεού να έχει έρθει με δύναμη». 2  Και έξι ημέρες αργότερα, ο Ιησούς πήρε μαζί του τον Πέτρο και τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη και τους ανέβασε σε ένα ψηλό βουνό ιδιαιτέρως, μόνους τους. Και μεταμορφώθηκε μπροστά τους, 3  και τα εξωτερικά του ενδύματα έγιναν λαμπερά, πολύ πιο λευκά από όσο θα μπορούσε να τα λευκάνει οποιοσδήποτε καθαριστής ρούχων στη γη. 4  Επίσης, εμφανίστηκε σε αυτούς ο Ηλίας με τον Μωυσή και συνομιλούσαν με τον Ιησού. 5  Και ο Πέτρος αποκρίθηκε και είπε στον Ιησού: «Ραββί, καλό είναι να είμαστε εδώ· γι’ αυτό ας στήσουμε τρεις σκηνές, μία για εσένα και μία για τον Μωυσή και μία για τον Ηλία». 6  Στην πραγματικότητα, δεν ήξερε τι απόκριση να δώσει, γιατί φοβήθηκαν πολύ. 7  Και σχηματίστηκε ένα σύννεφο, το οποίο τους επισκίασε, και μια φωνή ήρθε από το σύννεφο: «Αυτός είναι ο Γιος μου ο αγαπητός· να τον ακούτε». 8  Ξαφνικά, ωστόσο, κοίταξαν γύρω και δεν είδαν κανέναν πια μαζί τους παρά μόνο τον Ιησού.

   9  Καθώς κατέβαιναν από το βουνό, εκείνος τους πρόσταξε ρητά να μην αφηγηθούν σε κανέναν τι είδαν, μέχρι να αναστηθεί ο Γιος του ανθρώπου από τους νεκρούς. 10  Και αυτοί έβαλαν τα λόγια μέσα τους, αλλά συζητούσαν μεταξύ τους τι σήμαινε αυτή η ανάσταση από τους νεκρούς. 11  Και άρχισαν να τον ρωτούν, λέγοντας: «Γιατί λένε οι γραμματείς ότι πρώτα πρέπει να έρθει ο Ηλίας;» 12  Εκείνος τους είπε: «Ο Ηλίας μεν έρχεται πρώτα και αποκαθιστά τα πάντα· αλλά πώς γίνεται να είναι γραμμένο σχετικά με τον Γιο του ανθρώπου ότι πρέπει να υποστεί πολλά παθήματα και να τον μεταχειριστούν ως μηδαμινό; 13  Ωστόσο, σας λέω: Ο Ηλίας όντως έχει έρθει, και του έκαναν όσα ήθελαν, όπως είναι γραμμένο σχετικά με αυτόν».
 


22 Now they put in at Bethsaida. Here people brought him a blind man, and they entreated him to touch him. 23 And he took the blind man by the hand, brought him outside the village, and, having spit upon his eyes, he laid his hands upon him and began to ask him: “Do you see anything?” 24 And the man looked up and began saying: “I see men, because I observe what seem to be trees, but they are walking about.” 25 Then he laid his hands again upon the man’s eyes, and the man saw clearly, and he was restored, and he was seeing everything distinctly. 26 So he sent him off home, saying: “But do not enter into the village.”

27 Jesus and his disciples now left for the villages of Caesarea Philippi, and on the way he began questioning his disciples, saying to them: “Who are men saying that I am?” 28 They said to him: “John the Baptist, and others, Elijah, still others, One of the prophets.” 29 And he put the question to them: “YOU, though, who do YOU say I am?” In answer Peter said to him: “You are the Christ.” 30 At that he strictly charged them not to tell anyone about him. 31 Also, he started teaching them that the Son of man must undergo many sufferings and be rejected by the older men and the chief priests and the scribes and be killed, and rise three days later. 32 Indeed, with outspokenness he was making that statement. But Peter took him aside and started rebuking him. 33 He turned, looked at his disciples and rebuked Peter, and said: “Get behind me, Satan, because you think, not God’s thoughts, but those of men.”

34 He now called the crowd to him with his disciples and said to them: “If anyone wants to come after me, let him disown himself and pick up his torture stake and follow me continually. 35 For whoever wants to save his soul will lose it; but whoever loses his soul for the sake of me and the good news will save it. 36 Really, of what benefit is it for a man to gain the whole world and to forfeit his soul? 37 What, really, would a man give in exchange for his soul? 38 For whoever becomes ashamed of me and my words in this adulterous and sinful generation, the Son of man will also be ashamed of him when he arrives in the glory of his Father with the holy angels.”

9 Furthermore, he went on to say to them: “Truly I say to YOU, There are some of those standing here that will not taste death at all until first they see the kingdom of God already come in power.” 2 Accordingly six days later Jesus took Peter and James and John along, and brought them up into a lofty mountain to themselves alone. And he was transfigured before them, 3 and his outer garments became glistening, far whiter than any clothes cleaner on earth could whiten them. 4 Also, Elijah with Moses appeared to them, and they were conversing with Jesus. 5 And responsively Peter said to Jesus: “Rabbi, it is fine for us to be here, so let us erect three tents, one for you and one for Moses and one for Elijah.” 6 In fact, he did not know what response he should make, for they became quite fearful. 7 And a cloud formed, overshadowing them, and a voice came out of the cloud: “This is my Son, the beloved; listen to him.” 8 Suddenly, however, they looked around and saw no one with them any longer, except Jesus alone.

9 As they were coming down out of the mountain, he expressly ordered them not to relate to anybody what they saw, until after the Son of man had risen from the dead. 10 And they took the word to heart, but discussed among themselves what this rising from the dead meant. 11 And they began to question him, saying: “Why do the scribes say that first Elijah must come?” 12 He said to them: “Elijah does come first and restore all things; but how is it that it is written respecting the Son of man that he must undergo many sufferings and be treated as of no account? 13 But I say to YOU, Elijah, in fact, has come, and they did to him as many things as they wanted, just as it is written respecting him.”