January 19
Ματθαίος 14:1―14:22
 

14  Εκείνον τον καιρό ο Ηρώδης, ο περιφερειακός διοικητής, άκουσε τη φήμη για τον Ιησού 2 και είπε στους υπηρέτες του: «Αυτός είναι ο Ιωάννης ο Βαφτιστής. Εγέρθηκε από τους νεκρούς, και γι’ αυτόν το λόγο ενεργούν σε αυτόν τα δυναμικά έργα». 3 Διότι ο Ηρώδης είχε συλλάβει τον Ιωάννη και τον είχε δέσει και τον είχε ρίξει στη φυλακή εξαιτίας της Ηρωδιάδας, της συζύγου του Φιλίππου του αδελφού του. 4 Διότι ο Ιωάννης τού έλεγε: «Δεν είναι νόμιμο να την έχεις εσύ». 5 Ωστόσο, μολονότι ήθελε να τον σκοτώσει, φοβήθηκε το πλήθος, επειδή τον θεωρούσαν προφήτη. 6 Αλλά όταν γιορτάζονταν τα γενέθλια του Ηρώδη, η κόρη της Ηρωδιάδας χόρεψε εκεί και άρεσε στον Ηρώδη τόσο πολύ 7 ώστε αυτός υποσχέθηκε με όρκο να της δώσει οτιδήποτε ζητήσει. 8 Τότε εκείνη, με την καθοδήγηση της μητέρας της, είπε: «Δώσε μου εδώ σε έναν δίσκο το κεφάλι του Ιωάννη του Βαφτιστή». 9 Αν και λυπήθηκε ο βασιλιάς, λαβαίνοντας υπόψη τους όρκους του και εκείνους που πλάγιαζαν μπροστά στο τραπέζι με αυτόν, διέταξε να της δοθεί· 10 και έστειλε να αποκεφαλίσουν τον Ιωάννη στη φυλακή. 11 Και έφεραν το κεφάλι του σε έναν δίσκο και το έδωσαν στο κορίτσι, και αυτή το έφερε στη μητέρα της. 12 Τελικά, ήρθαν οι μαθητές του και πήραν το πτώμα και τον έθαψαν, και πήγαν και το ανέφεραν στον Ιησού. 13 Όταν το άκουσε αυτό, ο Ιησούς αποσύρθηκε από εκεί με πλοιάριο σε κάποιον ερημικό τόπο για απομόνωση· αλλά τα πλήθη, ακούγοντάς το, τον ακολούθησαν με τα πόδια από τις πόλεις.

   14 Και όταν βγήκε, είδε ένα μεγάλο πλήθος· και τους σπλαχνίστηκε και θεράπευσε τους αρρώστους τους. 15 Αλλά όταν βράδιασε, ήρθαν σε αυτόν οι μαθητές του και είπαν: «Ο τόπος είναι ερημικός και η ώρα είναι ήδη πολύ περασμένη· πες στα πλήθη να φύγουν, για να πάνε στα χωριά και να αγοράσουν για τον εαυτό τους τρόφιμα». 16 Ωστόσο, ο Ιησούς τούς είπε: «Δεν χρειάζεται να φύγουν: Δώστε τους εσείς να φάνε». 17 Εκείνοι του είπαν: «Δεν έχουμε τίποτα εδώ παρά μόνο πέντε ψωμιά και δύο ψάρια». 18 Αυτός είπε: «Φέρτε τα εδώ σε εμένα». 19 Έπειτα έδωσε εντολή στα πλήθη να πλαγιάσουν στο χορτάρι, πήρε τα πέντε ψωμιά και τα δύο ψάρια και, σηκώνοντας τα μάτια του προς τον ουρανό, είπε μια ευλογία και, αφού έσπασε τα ψωμιά, τα μοίρασε στους μαθητές, οι δε μαθητές στα πλήθη. 20 Έφαγαν, λοιπόν, όλοι και χόρτασαν, και σήκωσαν το περίσσευμα από τα κομμάτια, δώδεκα καλάθια γεμάτα. 21 Και όμως εκείνοι που έφαγαν ήταν περίπου πέντε χιλιάδες άντρες εκτός από τις γυναίκες και τα μικρά παιδιά. 22 Τότε, χωρίς καθυστέρηση, ανάγκασε τους μαθητές του να επιβιβαστούν στο πλοιάριο και να πάνε πριν από αυτόν στην άλλη πλευρά, ενόσω ο ίδιος θα έλεγε στα πλήθη να φύγουν.
 


14 At that particular time Herod, the district ruler, heard the report about Jesus 2 and said to his servants: “This is John the Baptist. He was raised up from the dead, and this is why the powerful works are operating in him.” 3 For Herod had arrested John and bound him and put him away in prison on account of Herodias the wife of Philip his brother. 4 For John had been saying to him: “It is not lawful for you to be having her.” 5 However, although he wanted to kill him, he feared the crowd, because they took him for a prophet. 6 But when Herod’s birthday was being celebrated the daughter of Herodias danced at it and pleased Herod so much 7 that he promised with an oath to give her whatever she asked. 8 Then she, under her mother’s coaching, said: “Give me here upon a platter the head of John the Baptist.” 9 Grieved though he was, the king out of regard for his oaths and for those reclining with him commanded it to be given; 10 and he sent and had John beheaded in the prison. 11 And his head was brought on a platter and given to the maiden, and she brought it to her mother. 12 Finally his disciples came up and removed the corpse and buried him and came and reported to Jesus. 13 At hearing this Jesus withdrew from there by boat into a lonely place for isolation; but the crowds, getting to hear of it, followed him on foot from the cities.

14 Now when he came forth he saw a great crowd; and he felt pity for them, and he cured their sick ones. 15 But when evening fell his disciples came to him and said: “The place is lonely and the hour is already far advanced; send the crowds away, that they may go into the villages and buy themselves things to eat.” 16 However, Jesus said to them: “They do not have to leave: YOU give them something to eat.” 17 They said to him: “We have nothing here but five loaves and two fishes.” 18 He said: “BRING them here to me.” 19 Next he commanded the crowds to recline on the grass and took the five loaves and two fishes, and, looking up to heaven, he said a blessing and, after breaking the loaves, he distributed them to the disciples, the disciples in turn to the crowds. 20 So all ate and were satisfied, and they took up the surplus of fragments, twelve baskets full. 21 Yet those eating were about five thousand men, besides women and young children. 22 Then, without delay, he compelled his disciples to board the boat and go ahead of him to the other side, while he sent the crowds away.