July 14
Πράξεις
21:27 — 22:5
 

   27  Όταν, λοιπόν, κόντευαν να τελειώσουν οι εφτά  ημέρες, οι Ιουδαίοι από την Ασία, βλέποντάς τον στο ναό, άρχισαν να επιφέρουν σύγχυση  σε όλο το πλήθος και έβαλαν τα χέρια τους πάνω του, 28 κραυγάζοντας: «Άντρες Ισραηλίτες, βοηθάτε! Αυτός είναι ο άνθρωπος που διδάσκει όλους σε κάθε τόπο εναντίον του λαού  και του Νόμου και αυτού του τόπου· και επιπλέον έφερε ακόμη και Έλληνες στο ναό και έχει μολύνει αυτόν τον άγιο τόπο».  29 Διότι προηγουμένως είχαν δει μαζί του στην πόλη τον Τρόφιμο  τον Εφέσιο και νόμιζαν ότι ο Παύλος τον είχε φέρει μέσα στο ναό.  30 Έγινε δε σάλος σε ολόκληρη την πόλη  και ο λαός έτρεξε σύσσωμος· και έπιασαν τον Παύλο και τον έσυραν έξω από το ναό.  Και οι πόρτες κλείστηκαν αμέσως. 31Και ενώ ζητούσαν να τον σκοτώσουν, έφτασε στο διοικητή της μονάδας η πληροφορία ότι όλη η Ιερουσαλήμ ήταν σε σύγχυση·  32 και αυτός πήρε αμέσως στρατιώτες και αξιωματικούς και έτρεξε προς αυτούς.  Όταν αυτοί είδαν το στρατιωτικό διοικητή  και τους στρατιώτες, έπαψαν να χτυπούν τον Παύλο.

   33  Τότε ο στρατιωτικός διοικητής πλησίασε και τον έπιασε και έδωσε διαταγή να δεθεί με δύο αλυσίδες·  και άρχισε να ρωτάει ποιος ήταν και τι είχε κάνει.  34 Αλλά μερικοί από το πλήθος φώναζαν ένα πράγμα και άλλοι άλλο.  Γι’ αυτό, επειδή ο ίδιος δεν μπορούσε να μάθει κάτι σίγουρο εξαιτίας της οχλοβοής, έδωσε εντολή να τον φέρουν στο στρατώνα.  35 Όταν, όμως, ανέβηκε στα σκαλοπάτια, η κατάσταση έγινε τέτοια που τον βάσταζαν οι στρατιώτες εξαιτίας της βίας του πλήθους·  36 διότι το πλήθος του λαού ακολουθούσε κραυγάζοντας: «Πάρε τον!» 

   37  Και καθώς ετοιμάζονταν να τον οδηγήσουν μέσα στο στρατώνα, ο Παύλος είπε στο στρατιωτικό διοικητή: «Μου επιτρέπεις να σου πω κάτι;» Αυτός είπε: «Ξέρεις να μιλάς ελληνικά;  38 Μα δεν είσαι εσύ ο Αιγύπτιος που υποκίνησε πριν από αυτές τις ημέρες στασιασμό  και οδήγησε τους τέσσερις χιλιάδες άντρες τους ξιφοφόρους έξω στην έρημο;» 39 Τότε ο Παύλος είπε: «Εγώ, στην πραγματικότητα, είμαι Ιουδαίος,  από την Ταρσό  της Κιλικίας, πολίτης όχι άσημης πόλης. Γι’ αυτό, σε παρακαλώ, επίτρεψέ μου να μιλήσω στο λαό».  40 Αφού αυτός έδωσε την άδεια, ο Παύλος στάθηκε στα σκαλοπάτια και έκανε νόημα  με το χέρι του στο λαό. Όταν έγινε μεγάλη σιωπή, απευθύνθηκε προς αυτούς στην εβραϊκή  γλώσσα, λέγοντας:

22  «Άντρες, αδελφοί  και πατέρες, ακούστε την υπεράσπισή  μου προς εσάς τώρα». 2 (Όταν άκουσαν ότι απευθυνόταν προς αυτούς στην εβραϊκή γλώσσα,  ησύχασαν ακόμη περισσότερο, και εκείνος είπε:)  3 «Εγώ είμαι Ιουδαίος  γεννημένος στην Ταρσό της Κιλικίας,  έχω δε σπουδάσει σε αυτή την πόλη στα πόδια του Γαμαλιήλ  και έχω εκπαιδευτεί σύμφωνα με την αυστηρότητα  του προγονικού Νόμου και είμαι ζηλωτής  για τον Θεό όπως είστε σήμερα όλοι εσείς.  4  Και δίωξα αυτή την Οδό μέχρι θανάτου,  δένοντας και παραδίδοντας σε φυλακές  άντρες και γυναίκες,  5 όπως μπορούν να δώσουν μαρτυρία σχετικά με εμένα τόσο ο αρχιερέας όσο και όλη η συνέλευση των πρεσβυτέρων.  Από αυτούς εξασφάλισα και επιστολές  προς τους αδελφούς στη Δαμασκό και πήγαινα να φέρω και εκείνους που ήταν εκεί δεμένους στην Ιερουσαλήμ για να τιμωρηθούν.
 


27 Now when the seven days were about to be concluded, the Jews from Asia on beholding him in the temple began to throw all the crowd into confusion, and they laid their hands upon him, 28 crying out: “Men of Israel, help! This is the man that teaches everybody everywhere against the people and the Law and this place and, what is more, he even brought Greeks into the temple and has defiled this holy place.” 29 For they had previously seen Trophimus the Ephesian in the city with him, but they were imagining Paul had brought him into the temple. 30 And the whole city was set in an uproar, and a running together of the people occurred; and they laid hold of Paul and dragged him outside the temple. And immediately the doors were closed. 31 And while they were seeking to kill him, information came up to the commander of the band that all Jerusalem was in confusion; 32 and he at once took soldiers and army officers and ran down to them. When they caught sight of the military commander and the soldiers, they quit beating Paul.

33 Then the military commander came near and took hold of him and gave command for him to be bound with two chains; and he proceeded to inquire who he might be and what he had done. 34 But some in the crowd began shouting out one thing, and others another. So, being unable himself to learn anything certain because of the tumult, he commanded him to be brought to the soldiers’ quarters. 35 But when he got upon the stairs, the situation became such that he was being carried along by the soldiers because of the violence of the crowd; 36 for the multitude of the people kept following, crying out: “Take him away!”

37 And as he was about to be led into the soldiers’ quarters, Paul said to the military commander: “Am I allowed to say something to you?” He said: “Can you speak Greek? 38 Are you not really the Egyptian who before these days stirred up a sedition and led the four thousand dagger men out into the wilderness?” 39 Then Paul said: “I am, in fact, a Jew, of Tarsus in Cilicia, a citizen of no obscure city. So I beg you, permit me to speak to the people.” 40 After he gave permission, Paul, standing on the stairs, motioned with his hand to the people. When a great silence fell, he addressed them in the Hebrew language, saying:

22
“Men, brothers and fathers, hear my defense to YOU now.” 2 (Well, when they heard he was addressing them in the Hebrew language, they kept all the more silent, and he said:) 3 “I am a Jew, born in Tarsus of Cilicia, but educated in this city at the feet of Gamaliel, instructed according to the strictness of the ancestral Law, being zealous for God just as all of YOU are this day. 4 And I persecuted this Way to the death, binding and handing over to prisons both men and women, 5 as both the high priest and all the assembly of older men can bear me witness. From them I also procured letters to the brothers in Damascus, and I was on my way to bring also those who were there bound to Jerusalem to be punished.