July 18
Πράξεις
24:1 — 24:23


24  Ύστερα από πέντε ημέρες κατέβηκε ο αρχιερέας Ανανίας  μαζί με μερικούς πρεσβυτέρους και έναν δημόσιο ομιλητή, κάποιον Τέρτυλλο, και έδωσαν στον κυβερνήτη  πληροφορίες  εναντίον του Παύλου.  2 Όταν κλήθηκε ο Τέρτυλλος άρχισε να τον κατηγορεί, λέγοντας:

   «Επειδή απολαμβάνουμε μεγάλη ειρήνη  χάρη σε εσένα και γίνονται μεταρρυθμίσεις σε αυτό το έθνος χάρη στη δική σου πρόνοια, 3  πάντοτε και παντού τα δεχόμαστε αυτά, Εξοχότατε  Φήλικα, με τη μεγαλύτερη ευγνωμοσύνη.  4  Αλλά για να μη σε παρεμποδίζω περισσότερο, σε ικετεύω να μας ακούσεις για λίγο με την καλοσύνη σου. 5 Διότι βρήκαμε ότι αυτός ο άντρας είναι φθοροποιός  και υποκινεί στασιασμούς  μεταξύ όλων των Ιουδαίων σε ολόκληρη την κατοικημένη γη και είναι πρωτοστάτης της αίρεσης των Ναζωραίων,  6 ο οποίος και προσπάθησε να βεβηλώσει το ναό  και τον οποίο πιάσαμε.  7 —— 8 Από αυτόν μπορείς ο ίδιος, εξετάζοντάς τον, να εξακριβώσεις όλα αυτά για τα οποία τον κατηγορούμε».

   9 Τότε έλαβαν μέρος και οι Ιουδαίοι στην επίθεση, ισχυριζόμενοι ότι έτσι έχουν τα πράγματα.  10  Και ο Παύλος, όταν ο κυβερνήτης τού έγνεψε να μιλήσει, απάντησε:

   «Επειδή ξέρω καλά ότι αυτό το έθνος σε έχει κριτή πολλά χρόνια, λέω πρόθυμα, υπερασπιζόμενος τον εαυτό μου,  τα σχετικά με εμένα, 11 καθώς εσύ είσαι σε θέση να εξακριβώσεις ότι εγώ δεν έχω περισσότερο από δώδεκα ημέρες από τότε που ανέβηκα για να προσφέρω λατρεία  στην Ιερουσαλήμ·  12 και δεν με βρήκαν ούτε να λογοφέρνω στο ναό  με κανέναν ούτε να προξενώ οχλαγωγία  είτε στις συναγωγές είτε σε ολόκληρη την πόλη.  13  Ούτε μπορούν να σου αποδείξουν  αυτά για τα οποία με κατηγορούν αυτή τη στιγμή.  14  Αλλά σου ομολογώ το εξής, ότι, σύμφωνα με την οδό την οποία αυτοί αποκαλούν “αίρεση”, με αυτόν τον τρόπο αποδίδω ιερή υπηρεσία στον Θεό των προπατόρων  μου, καθώς πιστεύω όλα όσα εκτίθενται στο Νόμο  και είναι γραμμένα στους Προφήτες·  15 και έχω ελπίδα  προς τον Θεό, την οποία τρέφουν και αυτοί, ότι πρόκειται να γίνει ανάσταση  δικαίων  και αδίκων.  16 Ως προς αυτό μάλιστα, ασκούμαι συνεχώς ώστε να έχω τη συναίσθηση  ότι δεν διαπράττω κανένα αδίκημα εναντίον του Θεού και των ανθρώπων.  17 Ύστερα, λοιπόν, από αρκετά χρόνια έφτασα για να φέρω δώρα ελέους στο έθνος μου και προσφορές.  18 Ενώ ασχολούμουν με αυτά τα ζητήματα, με βρήκαν τελετουργικά καθαρισμένο στο ναό,  όχι όμως με πλήθος ή με οχλοβοή. Υπήρχαν δε κάποιοι Ιουδαίοι από την περιφέρεια της Ασίας  19 οι οποίοι έπρεπε να είναι παρόντες ενώπιόν σου και να με κατηγορούν αν είχαν κάτι εναντίον μου.  20 Ή, αυτοί που είναι εδώ ας πουν οι ίδιοι τι αδίκημα βρήκαν όταν στάθηκα ενώπιον του Σάνχεδριν,  21εκτός όσον αφορά τα μόνα λόγια τα οποία φώναξα ενώ στεκόμουν ανάμεσά τους: “Σχετικά με την ανάσταση των νεκρών δικάζομαι εγώ σήμερα ενώπιόν σας!”» 

   22  Ωστόσο, ο Φήλιξ,  επειδή γνώριζε με αρκετή ακρίβεια τα σχετικά με αυτή την Οδό,  άρχισε να αναβάλλει την υπόθεσή τους και είπε: «Όποτε κατεβεί ο Λυσίας,  ο στρατιωτικός διοικητής, θα βγάλω απόφαση για αυτά τα ζητήματα που σας περιλαμβάνουν».  23 Και πρόσταξε τον αξιωματικό να τον φυλάσσουν και να έχει κάποια άνεση στην κράτηση, και να μην απαγορεύει σε κανέναν από τους δικούς του να τον εξυπηρετεί. 

 


24 Five days later the high priest Ananias came down with some older men and a public speaker, a certain Tertullus, and they gave information to the governor against Paul. 2 When he was called, Tertullus started accusing him, saying:

“Seeing that we enjoy great peace through you and that reforms are taking place in this nation through your forethought, 3 at all times and also in all places we receive it, Your Excellency Felix, with the greatest thankfulness. 4 But that I may not hinder you any further, I beseech you to hear us briefly in your kindliness. 5 For we have found this man a pestilent fellow and stirring up seditions among all the Jews throughout the inhabited earth and a spearhead of the sect of the Nazarenes, 6 one who also tried to profane the temple and whom we seized. 7 —— 8 From him you yourself can by examination find out about all these things of which we are accusing him.”

9 With that the Jews also joined in the attack, asserting that these things were so. 10 And Paul, when the governor nodded to him to speak, answered:

“Knowing well that this nation has had you as judge for many years, I readily speak in my defense the things about myself, 11 as you are in a position to find out that for me it has not been more than twelve days since I went up to worship in Jerusalem; 12 and they found me neither in the temple arguing with anyone nor causing a mob to rush together, either in the synagogues or throughout the city. 13 Nor can they prove to you the things of which they are accusing me right now. 14 But I do admit this to you, that, according to the way that they call a ‘sect,’ in this manner I am rendering sacred service to the God of my forefathers, as I believe all the things set forth in the Law and written in the Prophets; 15 and I have hope toward God, which hope these [men] themselves also entertain, that there is going to be a resurrection of both the righteous and the unrighteous. 16 In this respect, indeed, I am exercising myself continually to have a consciousness of committing no offense against God and men. 17 So after quite a number of years I arrived to bring gifts of mercy to my nation, and offerings. 18 While I was at these matters they found me ceremonially cleansed in the temple, but not with a crowd or with a tumult. But there were certain Jews from the [district of] Asia, 19 who ought to be present before you and to accuse me if they might have anything against me. 20 Or, let the [men] here say for themselves what wrong they found as I stood before the Sanhedrin, 21 except with respect to this one utterance which I cried out while standing among them, ‘Over the resurrection of the dead I am today being judged before YOU!’”

22 However, Felix, knowing quite accurately the matters concerning this Way, began to put the [men] off and said: “Whenever Lysias the military commander comes down, I shall decide upon these matters involving YOU.” 23 And he ordered the army officer that the man be kept and have some relaxation [of custody], and that he forbid no one of his people to wait upon him.