June 18
Πράξεις
6:1 — 7:7

6  Αυτές δε τις ημέρες, καθώς οι μαθητές αυξάνονταν, έγινε γογγυσμός από την πλευρά των ελληνόφωνων  Ιουδαίων εναντίον των εβραιόφωνων Ιουδαίων, επειδή οι χήρες τους παραβλέπονταν στην καθημερινή διανομή.  2 Έτσι λοιπόν, οι δώδεκα κάλεσαν το πλήθος των μαθητών και είπαν: «Δεν είναι αρεστό να αφήσουμε εμείς το λόγο του Θεού για να μοιράζουμε τροφή σε τραπέζια.  3  Γι’ αυτό, αδελφοί, αναζητήστε  εσείς εφτά αναγνωρισμένους άντρες από ανάμεσά σας, γεμάτους πνεύμα και σοφία,  για να τους διορίσουμε υπεύθυνους για την αναγκαία αυτή εργασία· 4  και εμείς θα αφοσιωθούμε στην προσευχή και στη διακονία του λόγου».  5 Και αυτό που ειπώθηκε άρεσε σε ολόκληρο το πλήθος, και διάλεξαν τον Στέφανο, άντρα γεμάτο πίστη και άγιο πνεύμα,  και τον Φίλιππο  και τον Πρόχορο και τον Νικάνορα και τον Τίμωνα και τον Παρμενά και τον Νικόλαο, έναν προσήλυτο από την Αντιόχεια· 6 και τους έβαλαν μπροστά στους αποστόλους και, αφού προσευχήθηκαν, αυτοί έθεσαν τα χέρια  τους πάνω σε εκείνους.

   7  Έτσι λοιπόν, ο λόγος του Θεού συνέχισε να αυξάνει,  και ο αριθμός των μαθητών πλήθαινε στην Ιερουσαλήμ πάρα πολύ·  και μεγάλο πλήθος ιερέων  άρχισε να υπακούει  στην πίστη.

   8  Ο δε Στέφανος, γεμάτος χάρη και δύναμη, εκτελούσε μεγάλα θαυμαστά προμηνύματα και σημεία  μεταξύ του λαού. 9 Αλλά σηκώθηκαν κάποιοι από εκείνους που ανήκαν στη λεγόμενη Συναγωγή των Απελευθέρων, και από τους Κυρηναίους και τους Αλεξανδρινούς  και από εκείνους που ήταν από την Κιλικία  και την Ασία, για να λογομαχήσουν με τον Στέφανο· 10 δεν μπορούσαν, όμως, να αντισταθούν στη σοφία  και στο πνεύμα με το οποίο μιλούσε.  11 Τότε παρακίνησαν μυστικά κάποιους άντρες να πουν:  «Τον έχουμε ακούσει να λέει βλάσφημα  λόγια εναντίον του Μωυσή και του Θεού». 12 Και ξεσήκωσαν το λαό και τους πρεσβυτέρους και τους γραμματείς και, ορμώντας πάνω του ξαφνικά, τον πήραν με τη βία και τον οδήγησαν στο Σάνχεδριν.  13  Και έφεραν ψευδομάρτυρες  που είπαν: «Αυτός ο άνθρωπος δεν σταματάει να λέει λόγια εναντίον αυτού του αγίου τόπου και εναντίον του Νόμου.  14  Για παράδειγμα, τον έχουμε ακούσει να λέει ότι αυτός ο Ιησούς ο Ναζωραίος θα γκρεμίσει αυτόν τον τόπο και θα αλλάξει τα έθιμα που μας παρέδωσε ο Μωυσής».

   15 Και καθώς τον ατένισαν όλοι όσοι κάθονταν στο Σάνχεδριν,  είδαν το πρόσωπό του να είναι σαν πρόσωπο αγγέλου.

7  Είπε τότε ο αρχιερέας: «Έτσι έχουν τα πράγματα;» 2 Αυτός είπε: «Άντρες αδελφοί και πατέρες, ακούστε. Ο Θεός της δόξας  εμφανίστηκε στον προπάτορά μας τον Αβραάμ ενώ αυτός ήταν στη Μεσοποταμία, πριν κατοικήσει στη Χαρράν,  3  και του είπε: “Βγες από τη γη σου και από τους συγγενείς σου και έλα στη γη που θα σου δείξω”.  4 Τότε αυτός βγήκε από τη γη των Χαλδαίων και κατοίκησε στη Χαρράν. Και από εκεί, αφού πέθανε ο πατέρας του,  ο Θεός τον έκανε να μετοικήσει σε αυτή τη γη όπου κατοικείτε τώρα εσείς.  5 Και όμως δεν του έδωσε καμιά κληρονομική ιδιοκτησία σε αυτήν, ούτε μια πατημασιά·  αλλά υποσχέθηκε να του τη δώσει ως ιδιοκτησία,  και έπειτα από αυτόν στο σπέρμα  του, ενώ ως τότε δεν είχε παιδί.  6 Και ο Θεός μίλησε σχετικά με αυτό, ότι το σπέρμα του θα ήταν πάροικοι  σε ξένη γη  και θα τους υποδούλωναν και θα τους ταλαιπωρούσαν τετρακόσια χρόνια.  7 “Και εκείνο το έθνος το οποίο θα υπηρετούν ως δούλοι, εγώ θα το κρίνω”,  είπε ο Θεός, “και έπειτα από αυτά, θα βγουν και θα μου αποδώσουν ιερή υπηρεσία σε αυτόν τον τόπο”. 
 


6 Now in these days, when the disciples were increasing, a murmuring arose on the part of the Greek-speaking Jews against the Hebrew-speaking Jews, because their widows were being overlooked in the daily distribution. 2 So the twelve called the multitude of the disciples to them and said: “It is not pleasing for us to leave the word of God to distribute [food] to tables. 3 So, brothers, search out for yourselves seven certified men from among YOU, full of spirit and wisdom, that we may appoint them over this necessary business; 4 but we shall devote ourselves to prayer and to the ministry of the word.” 5 And the thing spoken was pleasing to the whole multitude, and they selected Stephen, a man full of faith and holy spirit, and Philip and Prochorus and Nicanor and Timon and Parmenas and Nicolaus, a proselyte of Antioch; 6 and they placed them before the apostles, and, after having prayed, these laid their hands upon them.

7 Consequently the word of God went on growing, and the number of the disciples kept multiplying in Jerusalem very much; and a great crowd of priests began to be obedient to the faith.

8 Now Stephen, full of graciousness and power, was performing great portents and signs among the people. 9 But certain men rose up of those from the so-called Synagogue of the Freedmen, and of the Cyrenians and Alexandrians and of those from Cilicia and Asia, to dispute with Stephen; 10 and yet they could not hold their own against the wisdom and the spirit with which he was speaking. 11 Then they secretly induced men to say: “We have heard him speaking blasphemous sayings against Moses and God.” 12 And they stirred up the people and the older men and the scribes, and, coming upon him suddenly, they took him by force and led him to the Sanhedrin. 13 And they brought forward false witnesses, who said: “This man does not stop speaking things against this holy place and against the Law. 14 For instance, we have heard him say that this Jesus the Nazarene will throw down this place and change the customs that Moses handed down to us.”

15 And as all those sitting in the Sanhedrin gazed at him, they saw that his face was as an angel’s face.

7
But the high priest said: “Are these things so?” 2 He said: “Men, brothers and fathers, hear. The God of glory appeared to our forefather Abraham while he was in Mesopotamia, before he took up residence in Haran, 3 and he said to him, ‘Go out from your land and from your relatives and come on into the land I shall show you.’ 4 Then he went out from the land of the Chaldeans and took up residence in Haran. And from there, after his father died, [God] caused him to change his residence to this land in which YOU now dwell. 5 And yet he did not give him any inheritable possession in it, no, not a footbreadth; but he promised to give it to him as a possession, and after him to his seed, while as yet he had no child. 6 Moreover, God spoke to this effect, that his seed would be alien residents in a foreign land and [the people] would enslave them and afflict [them] for four hundred years. 7 ‘And that nation for which they will slave I shall judge,’ God said, ‘and after these things they will come out and will render sacred service to me in this place.’