June 21
Πράξεις
7:51 — 8:13

   51  »Ισχυρογνώμονες και απερίτμητοι στην καρδιά  και στα αφτιά, εσείς πάντοτε αντιστέκεστε στο άγιο πνεύμα· όπως οι προπάτορές σας, έτσι και εσείς.  52 Ποιον από τους προφήτες δεν δίωξαν οι προπάτορές σας;  Ναι, σκότωσαν  εκείνους που προανήγγειλαν την έλευση του Δικαίου,  του οποίου προδότες και φονιάδες γίνατε τώρα εσείς,  53  εσείς που λάβατε το Νόμο, όπως διαβιβάστηκε από αγγέλους,  αλλά δεν τον τηρήσατε».

   54  Όταν, λοιπόν, άκουσαν αυτά τα πράγματα, ένιωσαν να κατακόβεται η καρδιά  τους και άρχισαν να τρίζουν  τα δόντια τους εναντίον του. 55 Αλλά εκείνος, γεμάτος καθώς ήταν με άγιο πνεύμα, ατένισε τον ουρανό και είδε τη δόξα του Θεού και τον Ιησού να στέκεται στα δεξιά του Θεού,  56 και είπε: «Βλέπω τους ουρανούς ανοιγμένους  και τον Γιο του ανθρώπου  να στέκεται στα δεξιά του Θεού».  57 Τότε αυτοί κραύγασαν με δυνατή φωνή, έκλεισαν με τα χέρια τους τα αφτιά  τους και όρμησαν πάνω του σύσσωμοι. 58 Και αφού τον έβγαλαν έξω από την πόλη,  άρχισαν να τον λιθοβολούν.  Και οι μάρτυρες  άφησαν τα εξωτερικά τους ενδύματα στα πόδια ενός νεαρού άντρα ονόματι Σαύλου.  59 Και λιθοβολούσαν τον Στέφανο, ενώ εκείνος έκανε επίκληση και έλεγε: «Κύριε Ιησού, δέξου το πνεύμα μου».  60 Κατόπιν, λυγίζοντας τα γόνατά του, κραύγασε με δυνατή φωνή: «Ιεχωβά, μην τους καταλογίσεις αυτή την αμαρτία».  Και αφού το είπε αυτό, κοιμήθηκε τον ύπνο του θανάτου.

8  Ο δε Σαύλος επιδοκίμαζε το φόνο του. 

   Εκείνη την ημέρα έγινε μεγάλος διωγμός  εναντίον της εκκλησίας που ήταν στην Ιερουσαλήμ· όλοι, εκτός από τους αποστόλους, διασκορπίστηκαν  μέσα στις περιοχές της Ιουδαίας και της Σαμάρειας. 2 Και ευλαβείς άντρες μετέφεραν τον Στέφανο για να τον θάψουν  και έκαναν μεγάλο θρήνο  για αυτόν. 3  Ο δε Σαύλος άρχισε να φέρεται βάναυσα στην εκκλησία. Εισβάλλοντας στο ένα σπίτι μετά το άλλο και σέρνοντας έξω άντρες και γυναίκες, τους παρέδιδε στη φυλακή. 

   4  Ωστόσο, εκείνοι που είχαν διασκορπιστεί διάβηκαν τη χώρα διακηρύττοντας τα καλά νέα του λόγου.  5 Ο Φίλιππος, για παράδειγμα, κατέβηκε στην πόλη της Σαμάρειας  και άρχισε να τους κηρύττει τον Χριστό. 6 Σύσσωμα τα πλήθη έδιναν προσοχή σε αυτά που έλεγε ο Φίλιππος, ενώ άκουγαν και έβλεπαν τα σημεία που εκτελούσε. 7 Διότι υπήρχαν πολλοί που είχαν ακάθαρτα πνεύματα,  και αυτά κραύγαζαν με δυνατή φωνή και έβγαιναν. Επιπλέον, πολλοί που ήταν παράλυτοι  και κουτσοί θεραπεύονταν. 8 Έγινε, λοιπόν, μεγάλη χαρά σε εκείνη την πόλη. 

   9 Υπήρχε στην πόλη κάποιος άντρας ονόματι Σίμων, ο οποίος προηγουμένως ασκούσε μαγικές τέχνες  και κατέπλησσε το έθνος της Σαμάρειας, λέγοντας για τον εαυτό του ότι ήταν κάποιος μεγάλος.  10  Και όλοι τους, από τον μικρότερο ως τον μεγαλύτερο, έδιναν προσοχή σε αυτόν και έλεγαν: «Αυτός ο άνθρωπος είναι η Δύναμη του Θεού, η οποία μπορεί να ονομαστεί Μεγάλη». 11 Του έδιναν, λοιπόν, προσοχή επειδή τους είχε καταπλήξει αρκετό καιρό με τις μαγικές του τέχνες. 12 Αλλά όταν πίστεψαν τον Φίλιππο, ο οποίος διακήρυττε τα καλά νέα της βασιλείας του Θεού  και του ονόματος του Ιησού Χριστού, άρχισαν να βαφτίζονται, άντρες και γυναίκες.  13  Έγινε πιστός και ο ίδιος ο Σίμων και, αφού βαφτίστηκε, ήταν συνεχώς προσκολλημένος στον Φίλιππο·  και έμενε κατάπληκτος βλέποντας να γίνονται σημεία και μεγάλα δυναμικά έργα.
 


51 “Obstinate men and uncircumcised in hearts and ears, YOU are always resisting the holy spirit; as YOUR forefathers did, so YOU do. 52 Which one of the prophets did YOUR forefathers not persecute? Yes, they killed those who made announcement in advance concerning the coming of the righteous One, whose betrayers and murderers YOU have now become, 53 YOU who received the Law as transmitted by angels but have not kept it.”

54 Well, at hearing these things they felt cut to their hearts and began to gnash their teeth at him. 55 But he, being full of holy spirit, gazed into heaven and caught sight of God’s glory and of Jesus standing at God’s right hand, 56 and he said: “Look! I behold the heavens opened up and the Son of man standing at God’s right hand.” 57 At this they cried out at the top of the voice and put their hands over their ears and rushed upon him with one accord. 58 And after throwing him outside the city, they began casting stones at him. And the witnesses laid down their outer garments at the feet of a young man called Saul. 59 And they went on casting stones at Stephen as he made appeal and said: “Lord Jesus, receive my spirit.” 60 Then, bending his knees, he cried out with a strong voice: “Jehovah, do not charge this sin against them.” And after saying this he fell asleep [in death].

8
Saul, for his part, was approving of the murder of him.
        On that day great persecution arose against the congregation that was in Jerusalem; all except the apostles were scattered throughout the regions of Judea and Samaria.
2 But reverent men carried Stephen to the burial, and they made a great lamentation over him. 3 Saul, though, began to deal outrageously with the congregation. Invading one house after another and, dragging out both men and women, he would turn them over to prison.

4 However, those who had been scattered went through the land declaring the good news of the word. 5 Philip, for one, went down to the city of Samaria and began to preach the Christ to them. 6 With one accord the crowds were paying attention to the things said by Philip while they listened and looked at the signs he was performing. 7 For there were many that had unclean spirits, and these would cry out with a loud voice and come out. Moreover, many that were paralyzed and lame were cured. 8 So there came to be a great deal of joy in that city.

9 Now in the city there was a certain man named Simon, who, prior to this, had been practicing magical arts and amazing the nation of Samaria, saying he himself was somebody great. 10 And all of them, from the least to the greatest, would pay attention to him and say: “This man is the Power of God, which can be called Great.” 11 So they would pay attention to him because of his having amazed them for quite a while by his magical arts. 12 But when they believed Philip, who was declaring the good news of the kingdom of God and of the name of Jesus Christ, they proceeded to be baptized, both men and women. 13 Simon himself also became a believer, and, after being baptized, he was in constant attendance upon Philip; and he was amazed at beholding signs and great powerful works taking place.