March 5

Μάρκος 12:18 — 12:44

 

   18  Κατόπιν ήρθαν σε αυτόν Σαδδουκαίοι, οι οποίοι λένε ότι δεν υπάρχει ανάσταση, και του υπέβαλαν την ερώτηση: 19  «Δάσκαλε, ο Μωυσής μάς έγραψε ότι αν ο αδελφός κάποιου πεθάνει και αφήσει πίσω του σύζυγο, αλλά δεν αφήσει παιδί, ο αδελφός του πρέπει να πάρει τη σύζυγο και να εγείρει από αυτήν απόγονο για τον αδελφό του. 20  Ήταν εφτά αδέλφια· και ο πρώτος πήρε σύζυγο, αλλά όταν πέθανε δεν άφησε απόγονο. 21  Και την πήρε ο δεύτερος, αλλά πέθανε χωρίς να αφήσει απόγονο· και ο τρίτος το ίδιο. 22  Και οι εφτά δεν άφησαν απόγονο. Τελευταία από όλους πέθανε και η γυναίκα. 23  Στην ανάσταση, τίνος από αυτούς θα είναι σύζυγος; Διότι και οι εφτά την πήραν σύζυγο». 24  Ο Ιησούς τούς είπε: «Μήπως αυτός δεν είναι ο λόγος για τον οποίο κάνετε λάθος, το ότι δεν γνωρίζετε ούτε τις Γραφές ούτε τη δύναμη του Θεού; 25  Διότι όταν ανασταίνονται από τους νεκρούς, ούτε οι άντρες παντρεύονται ούτε οι γυναίκες δίνονται σε γάμο, αλλά είναι όπως οι άγγελοι στους ουρανούς. 26  Αλλά σχετικά με τους νεκρούς, ότι εγείρονται, δεν διαβάσατε στο βιβλίο του Μωυσή, στην αφήγηση για τη βάτο, πώς είπε σε αυτόν ο Θεός: “Εγώ είμαι ο Θεός του Αβραάμ και Θεός του Ισαάκ και Θεός του Ιακώβ”; 27  Αυτός είναι Θεός, όχι των νεκρών, αλλά των ζωντανών. Κάνετε μεγάλο λάθος».

   28  Ένας, λοιπόν, από τους γραμματείς, ο οποίος είχε πλησιάσει και τους είχε ακούσει να λογομαχούν, ξέροντας ότι τους είχε απαντήσει καλά, τον ρώτησε: «Ποια εντολή είναι πρώτη από όλες;» 29  Ο Ιησούς απάντησε: «Η πρώτη είναι: “Άκου, Ισραήλ: ο Ιεχωβά ο Θεός μας είναι ένας Ιεχωβά, 30  και πρέπει να αγαπάς τον Ιεχωβά τον Θεό σου με όλη σου την καρδιά και με όλη σου την ψυχή και με όλη σου τη διάνοια και με όλη σου τη δύναμη”. 31  Η δεύτερη είναι η εξής: “Πρέπει να αγαπάς τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου”. Δεν υπάρχει άλλη εντολή μεγαλύτερη από αυτές». 32  Ο γραμματέας τού είπε: «Δάσκαλε, καλά είπες σύμφωνα με την αλήθεια: “Αυτός είναι Ένας, και δεν υπάρχει άλλος εκτός από Αυτόν”· 33  και το να αγαπάει κανείς αυτόν με όλη του την καρδιά και με όλη του την κατανόηση και με όλη του τη δύναμη, και το να αγαπάει κανείς τον πλησίον του όπως τον εαυτό του, αξίζει πολύ περισσότερο από όλα τα ολοκαυτώματα και τις θυσίες». 34  Τότε ο Ιησούς, διακρίνοντας ότι αυτός είχε απαντήσει με νόηση, του είπε: «Δεν είσαι μακριά από τη βασιλεία του Θεού». Και κανείς δεν είχε πια το θάρρος να του κάνει ερωτήσεις.

   35  Ωστόσο, ο Ιησούς αποκρίθηκε και άρχισε να λέει καθώς δίδασκε στο ναό: «Πώς γίνεται να λένε οι γραμματείς ότι ο Χριστός είναι γιος του Δαβίδ; 36  Μέσω του αγίου πνεύματος ο ίδιος ο Δαβίδ είπε: “Ο Ιεχωβά είπε στον Κύριό μου: «Κάθησε στα δεξιά μου ώσπου να βάλω τους εχθρούς σου κάτω από τα πόδια σου»”. 37  Ο ίδιος ο Δαβίδ τον αποκαλεί “Κύριο”, αλλά πώς γίνεται να είναι αυτός γιος του;» Και το μεγάλο πλήθος τον άκουγε με ευχαρίστηση. 38  Και στη διδασκαλία του άρχισε να λέει: «Προσέχετε από τους γραμματείς οι οποίοι θέλουν να περπατούν φορώντας στολές και θέλουν χαιρετισμούς στις αγορές 39  και μπροστινά καθίσματα στις συναγωγές και τις πιο εξέχουσες θέσεις στα δείπνα. 40  Αυτοί είναι που καταβροχθίζουν τα σπίτια των χηρών και με διάφορες προφάσεις κάνουν μεγάλες προσευχές· αυτοί θα λάβουν βαρύτερη κρίση».

   41  Και κάθησε αντίκρυ στα χρηματοφυλάκια και άρχισε να παρατηρεί πώς έριχνε το πλήθος χρήματα στα χρηματοφυλάκια· και πολλοί πλούσιοι έριχναν πολλά νομίσματα. 42  Ήρθε, όμως, μια φτωχή χήρα και έριξε δύο μικρά νομίσματα ελάχιστης αξίας. 43  Αυτός, λοιπόν, φώναξε τους μαθητές του και τους είπε: «Αληθινά σας λέω ότι αυτή η φτωχή χήρα έριξε περισσότερα από όλους όσους ρίχνουν χρήματα στα χρηματοφυλάκια· 44  διότι όλοι έριξαν από το περίσσευμά τους, αλλά αυτή, από το υστέρημά της, έριξε όλα όσα είχε, ολόκληρο το βιος της».
 


18 Now Sadducees came to him, who say there is no resurrection, and they put the question to him: 19 “Teacher, Moses wrote us that if someone’s brother dies and leaves a wife behind but does not leave a child, his brother should take the wife and raise up offspring from her for his brother. 20 There were seven brothers; and the first took a wife, but when he died he left no offspring. 21 And the second took her, but died without leaving offspring; and the third the same way. 22 And the seven did not leave any offspring. Last of all the woman also died. 23 In the resurrection to which of them will she be wife? For the seven got her as wife.” 24 Jesus said to them: “Is not this why YOU are mistaken, YOUR not knowing either the Scriptures or the power of God? 25 For when they rise from the dead, neither do men marry nor are women given in marriage, but are as angels in the heavens. 26 But concerning the dead, that they are raised up, did YOU not read in the book of Moses, in the account about the thornbush, how God said to him, ‘I am the God of Abraham and God of Isaac and God of Jacob’? 27 He is a God, not of the dead, but of the living. YOU are much mistaken.”

28 Now one of the scribes that had come up and heard them disputing, knowing that he had answered them in a fine way, asked him: “Which commandment is first of all?” 29 Jesus answered: “The first is, ‘Hear, O Israel, Jehovah our God is one Jehovah, 30 and you must love Jehovah your God with your whole heart and with your whole soul and with your whole mind and with your whole strength.’ 31 The second is this, ‘You must love your neighbor as yourself.’ There is no other commandment greater than these.” 32 The scribe said to him: “Teacher, you well said in line with truth, ‘He is One, and there is no other than He’; 33 and this loving him with one’s whole heart and with one’s whole understanding and with one’s whole strength and this loving one’s neighbor as oneself is worth far more than all the whole burnt offerings and sacrifices.” 34 At this Jesus, discerning he had answered intelligently, said to him: “You are not far from the kingdom of God.” But nobody had the courage anymore to question him.

35 However, when making a reply, Jesus began to say as he taught in the temple: “How is it that the scribes say that the Christ is David’s son? 36 By the holy spirit David himself said, ‘Jehovah said to my Lord: “Sit at my right hand until I put your enemies beneath your feet.”’ 37 David himself calls him ‘Lord,’ but how does it come that he is his son?”

And the great crowd was listening to him with pleasure. 38 And in his teaching he went on to say: “Look out for the scribes that want to walk around in robes and want greetings in the marketplaces 39 and front seats in the synagogues and most prominent places at evening meals. 40 They are the ones devouring the houses of the widows and for a pretext making long prayers; these will receive a heavier judgment.”

41 And he sat down with the treasury chests in view and began observing how the crowd was dropping money into the treasury chests; and many rich people were dropping in many coins. 42 Now a poor widow came and dropped in two small coins, which have very little value. 43 So he called his disciples to him and said to them: “Truly I say to YOU that this poor widow dropped in more than all those dropping money into the treasury chests; 44 for they all dropped in out of their surplus, but she, out of her want, dropped in all of what she had, her whole living.”