March 23

Λουκάς 6:1 — 6:19


6  Ένα σάββατο, περνούσε μέσα από χωράφια με σιτηρά, και οι μαθητές του αποσπούσαν  και έτρωγαν τα στάχυα, τρίβοντάς τα με τα χέρια τους.  2  Τότε μερικοί από τους Φαρισαίους είπαν: «Γιατί κάνετε αυτό που δεν είναι νόμιμο  στη διάρκεια του σαββάτου;»  3  Αλλά ο Ιησούς, απαντώντας τους, είπε: «Δεν έχετε διαβάσει ποτέ αυτό που έκανε ο Δαβίδ  όταν αυτός και οι άντρες που ήταν μαζί του πείνασαν;  4  Ότι μπήκε στον οίκο του Θεού και έλαβε τα ψωμιά της παρουσίασης  και έφαγε και έδωσε στους άντρες που ήταν μαζί του, ψωμιά τα οποία δεν είναι νόμιμο να φάει κανείς παρά μόνο οι ιερείς;»  5  Και στη συνέχεια τους είπε: «Ο Γιος του ανθρώπου είναι Κύριος του σαββάτου».  

   6  Κάποιο άλλο σάββατο  μπήκε στη συναγωγή και άρχισε να διδάσκει. Και εκεί βρισκόταν ένας άνθρωπος του οποίου το δεξί χέρι ήταν ξεραμένο.  7  Οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι, λοιπόν, τον παρατηρούσαν  για να δουν αν θα θεράπευε στη διάρκεια του σαββάτου, ώστε να βρουν κάποιον τρόπο να τον κατηγορήσουν.  8  Αυτός, όμως, ήξερε τους διαλογισμούς  τους· ωστόσο, είπε στον άντρα με το ξεραμένο χέρι: «Σήκω και στάσου στη μέση». Και αυτός σηκώθηκε και στάθηκε.  9  Κατόπιν ο Ιησούς τούς είπε: «Σας ρωτώ: Είναι νόμιμο να κάνει κάποιος στη διάρκεια του σαββάτου καλό  ή να κάνει κακό, να σώσει ή να καταστρέψει μια ψυχή;»  10  Και αφού τους κοίταξε όλους γύρω, είπε στον άνθρωπο: «Τέντωσε το χέρι σου». Εκείνος το έκανε αυτό, και το χέρι του αποκαταστάθηκε.  11  Αλλά αυτοί γέμισαν παραφροσύνη και άρχισαν να συζητούν μεταξύ τους τι να κάνουν στον Ιησού.  

   12  Εκείνες τις ημέρες βγήκε στο βουνό να προσευχηθεί,  και πέρασε όλη τη νύχτα προσευχόμενος στον Θεό.  13  Και όταν ξημέρωσε, φώναξε τους μαθητές του και εξέλεξε από αυτούς δώδεκα, τους οποίους και ονόμασε «αποστόλους»:  14  τον Σίμωνα, τον οποίο ονόμασε επίσης Πέτρο,  και τον Ανδρέα τον αδελφό του, και τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη,  και τον Φίλιππο  και τον Βαρθολομαίο, 15  και τον Ματθαίο και τον Θωμά,  και τον Ιάκωβο, το γιο του Αλφαίου, και τον Σίμωνα, ο οποίος αποκαλείται «ο ζηλωτής»,  16  και τον Ιούδα, το γιο του Ιακώβου, και τον Ιούδα τον Ισκαριώτη, ο οποίος έγινε προδότης.  

   17  Και κατέβηκε μαζί τους και στάθηκε σε ένα επίπεδο μέρος, και ήταν εκεί μεγάλο πλήθος μαθητών του και μεγάλο πλήθος λαού  από όλη την Ιουδαία και την Ιερουσαλήμ και την παραθαλάσσια χώρα της Τύρου και της Σιδώνας, οι οποίοι ήρθαν να τον ακούσουν και να γιατρευτούν από τις αρρώστιες τους.  18  Ακόμη και εκείνοι που ταλαιπωρούνταν από ακάθαρτα πνεύματα θεραπεύονταν. 19  Και όλο το πλήθος ζητούσε να τον αγγίξει,  επειδή έβγαινε δύναμη  από αυτόν και τους γιάτρευε όλους.
 


6 Now on a sabbath he happened to be passing through grainfields, and his disciples were plucking and eating the heads of grain, rubbing them with their hands. 2 At this some of the Pharisees said: “Why are YOU doing what is not lawful on the sabbath?” 3 But Jesus said in reply to them: “Have YOU never read the very thing David did when he and the men with him got hungry? 4 How he entered into the house of God and received the loaves of presentation and ate and gave some to the men with him, which it is lawful for no one to eat but for the priests only?” 5 And he went on to say to them: “Lord of the sabbath is what the Son of man is.”

6 In the course of another sabbath he entered into the synagogue and began teaching. And there was a man present whose right hand was withered. 7 The scribes and the Pharisees were now watching him closely to see whether he would cure on the sabbath, in order to find some way to accuse him. 8 He, however, knew their reasonings, yet he said to the man with the withered hand: “Get up and stand in the center.” And he rose and took his stand. 9 Then Jesus said to them: “I ask YOU men, Is it lawful on the sabbath to do good or to do injury, to save or to destroy a soul?” 10 And after looking around at them all, he said to the man: “Stretch out your hand.” He did so, and his hand was restored. 11 But they became filled with madness, and they began to talk over with one another what they might do to Jesus.

12 In the progress of these days he went out into the mountain to pray, and he continued the whole night in prayer to God. 13 But when it became day he called his disciples to him and chose from among them twelve, whom he also named apostles: 14 Simon, whom he also named Peter, and Andrew his brother, and James and John, and Philip and Bartholomew, 15 and Matthew and Thomas, and James [the son] of Alphaeus, and Simon who is called “the zealous one,” 16 and Judas [the son] of James, and Judas Iscariot, who turned traitor.

17 And he came down with them and took his station on a level place, and there was a great crowd of his disciples, and a great multitude of people from all of Judea and Jerusalem and the maritime country of Tyre and Sidon, who came to hear him and be healed of their sicknesses. 18 Even those troubled with unclean spirits were cured. 19 And all the crowd were seeking to touch him, because power was going out of him and healing them all.