May 23
   Ιωάννης 12:1 — 12:28


12  Ο Ιησούς, λοιπόν, έξι ημέρες πριν από το πάσχα, έφτασε στη Βηθανία,  όπου ήταν ο Λάζαρος  τον οποίο είχε εγείρει από τους νεκρούς ο Ιησούς. 2  Εκεί παρέθεσαν δείπνο για αυτόν και η Μάρθα  διακονούσε,  ο δε Λάζαρος ήταν ένας από εκείνους που πλάγιαζαν μπροστά στο τραπέζι με αυτόν.  3  Η Μαρία, λοιπόν, πήρε μία λίτρα αρωματικό λάδι, γνήσιο νάρδο,  πολύ ακριβό, και άλειψε τα πόδια του Ιησού και σκούπισε τα πόδια του με τα μαλλιά της.  Το σπίτι γέμισε με τη μυρωδιά του αρωματικού λαδιού. 4  Αλλά ο Ιούδας ο Ισκαριώτης,  ένας από τους μαθητές του, ο οποίος επρόκειτο να τον προδώσει, είπε: 5  «Γιατί να μην είχε πουληθεί αυτό το αρωματικό  λάδι τριακόσια δηνάρια και να μην είχε δοθεί στους φτωχούς;»  6  Το είπε όμως αυτό, όχι επειδή ενδιαφερόταν για τους φτωχούς, αλλά επειδή ήταν κλέφτης  και είχε το κουτί  με τα χρήματα και έπαιρνε τα χρήματα που έβαζαν σε αυτό. 7  Ο Ιησούς, λοιπόν, είπε: «Άφησέ την, ώστε να τηρήσει αυτή τη συνήθεια ενόψει της ημέρας της ταφής  μου. 8  Τους φτωχούς  άλλωστε τους έχετε πάντοτε μαζί σας, εμένα όμως δεν θα με έχετε πάντοτε».

   9  Και ένα μεγάλο πλήθος από τους Ιουδαίους έμαθαν ότι αυτός ήταν εκεί και ήρθαν, όχι λόγω του Ιησού μόνο, αλλά και για να δουν τον Λάζαρο, τον οποίο είχε εγείρει από τους νεκρούς.   10  Οι πρωθιερείς, λοιπόν, συνεννοήθηκαν να σκοτώσουν και τον Λάζαρο,   11  επειδή εξαιτίας του πολλοί από τους Ιουδαίους πήγαιναν εκεί και έθεταν πίστη στον Ιησού.   

   12  Την επόμενη ημέρα, το μεγάλο πλήθος που είχε έρθει στη γιορτή, μόλις άκουσαν ότι ο Ιησούς ερχόταν στην Ιερουσαλήμ,  13  πήραν κλαδιά από φοίνικες  και βγήκαν να τον συναντήσουν. Και άρχισαν να φωνάζουν:  «Σώσε, σε ικετεύουμε!  Ευλογημένος αυτός που έρχεται στο όνομα του Ιεχωβά,  ο βασιλιάς  του Ισραήλ!»  14  Όταν δε ο Ιησούς βρήκε ένα γαϊδουράκι,  κάθησε πάνω του, όπως είναι γραμμένο:  15  «Μη φοβάσαι, κόρη της Σιών. Δες! Ο βασιλιάς σου έρχεται,  καθισμένος σε πουλάρι γαϊδουριού».   16  Αυτά οι μαθητές του δεν τα κατάλαβαν στην αρχή,  όταν όμως ο Ιησούς δοξάστηκε,  τότε θυμήθηκαν ότι αυτά ήταν γραμμένα σχετικά με αυτόν και ότι αυτά του έκαναν.   

   17  Το πλήθος, λοιπόν, που ήταν μαζί του όταν φώναξε τον Λάζαρο  να βγει από το μνημείο και τον ήγειρε από τους νεκρούς έδινε μαρτυρία.   18  Γι’ αυτό και τον συνάντησε το πλήθος, επειδή άκουσαν ότι είχε εκτελέσει αυτό το σημείο.   19  Έτσι λοιπόν, οι Φαρισαίοι  είπαν μεταξύ τους: «Βλέπετε ότι δεν πετυχαίνετε τίποτα απολύτως. Δείτε! Ο κόσμος τον έχει ακολουθήσει». 

   20  Υπήρχαν δε μερικοί Έλληνες  ανάμεσα σε εκείνους που ανέβηκαν για να προσφέρουν λατρεία στη διάρκεια της γιορτής. 21  Αυτοί, λοιπόν, πλησίασαν τον Φίλιππο,  που ήταν από τη Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας, και άρχισαν να τον παρακαλούν, λέγοντας: «Θέλουμε να δούμε τον Ιησού,  κύριε». 22  Ο Φίλιππος ήρθε και το είπε στον Ανδρέα. Ο Ανδρέας και ο Φίλιππος ήρθαν και το είπαν στον Ιησού.

   23  Ο Ιησούς όμως τους αποκρίθηκε, λέγοντας: «Ήρθε η ώρα να δοξαστεί  ο Γιος του ανθρώπου. 24  Αληθινά, αληθινά σας λέω: Αν ο κόκκος του σιταριού δεν πέσει στο έδαφος και δεν πεθάνει, παραμένει ένας μόνο κόκκος· αλλά αν πεθάνει,  τότε κάνει πολύ καρπό. 25  Αυτός που τρέφει ιδιαίτερη συμπάθεια για την ψυχή του την καταστρέφει, αλλά αυτός που μισεί την ψυχή  του σε αυτόν τον κόσμο θα τη διαφυλάξει για αιώνια ζωή.  26  Αν κανείς θέλει να με διακονεί, ας με ακολουθεί, και όπου είμαι εγώ εκεί θα είναι και ο διάκονός μου.  Αν κανείς θέλει να με διακονεί, ο Πατέρας θα τον τιμήσει.  27  Τώρα η ψυχή μου είναι ταραγμένη,  και τι να πω; Πατέρα, σώσε με από αυτή την ώρα.  Εντούτοις, αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο έχω έρθει σε αυτή την ώρα. 28  Πατέρα, δόξασε το όνομά σου». Ήρθε τότε φωνή  από τον ουρανό: «Και το δόξασα και πάλι θα το δοξάσω». 

 


12 Accordingly Jesus, six days before the passover, arrived at Bethany, where Lazarus was whom Jesus had raised up from the dead. 2 Therefore they spread an evening meal for him there, and Martha was ministering, but Lazarus was one of those reclining at the table with him. 3 Mary, therefore, took a pound of perfumed oil, genuine nard, very costly, and she greased the feet of Jesus and wiped his feet dry with her hair. The house became filled with the scent of the perfumed oil. 4 But Judas Iscariot, one of his disciples, who was about to betray him, said: 5 “Why was it this perfumed oil was not sold for three hundred denarii and given to the poor people?” 6 He said this, though, not because he was concerned about the poor, but because he was a thief and had the money box and used to carry off the monies put in it. 7 Therefore Jesus said: “Let her alone, that she may keep this observance in view of the day of my burial. 8 For YOU have the poor always with YOU, but me YOU will not have always.”

9 Therefore a great crowd of the Jews got to know he was there, and they came, not on account of Jesus only, but also to see Lazarus, whom he raised up from the dead. 10 The chief priests now took counsel to kill Lazarus also, 11 because on account of him many of the Jews were going there and putting faith in Jesus.

12 The next day the great crowd that had come to the festival, on hearing that Jesus was coming to Jerusalem, 13 took the branches of palm trees and went out to meet him. And they began to shout: “Save, we pray you! Blessed is he that comes in Jehovah’s name, even the king of Israel!” 14 But when Jesus had found a young ass, he sat on it, just as it is written: 15 “Have no fear, daughter of Zion. Look! Your king is coming, seated upon an ass’s colt.” 16 These things his disciples took no note of at first, but when Jesus became glorified, then they called to mind that these things were written respecting him and that they did these things to him.

17 Accordingly the crowd that was with him when he called Lazarus out of the memorial tomb and raised him up from the dead kept bearing witness. 18 On this account the crowd, because they heard he had performed this sign, also met him. 19 Therefore the Pharisees said among themselves: “YOU observe YOU are getting absolutely nowhere. See! The world has gone after him.”

20 Now there were some Greeks among those that came up to worship at the festival. 21 These, therefore, approached Philip who was from Bethsaida of Galilee, and they began to request him, saying: “Sir, we want to see Jesus.” 22 Philip came and told Andrew. Andrew and Philip came and told Jesus.

23 But Jesus answered them, saying: “The hour has come for the Son of man to be glorified. 24 Most truly I say to YOU, Unless a grain of wheat falls into the ground and dies, it remains just one [grain]; but if it dies, it then bears much fruit. 25 He that is fond of his soul destroys it, but he that hates his soul in this world will safeguard it for everlasting life. 26 If anyone would minister to me, let him follow me, and where I am there my minister will be also. If anyone would minister to me, the Father will honor him. 27 Now my soul is troubled, and what shall I say? Father, save me out of this hour. Nevertheless, this is why I have come to this hour. 28 Father, glorify your name.” Therefore a voice came out of heaven: “I both glorified [it] and will glorify [it] again.”