September 16
2 Κορινθίους
12:1 — 12:21

12  Πρέπει να καυχηθώ. Δεν είναι ωφέλιμο· αλλά θα περάσω σε υπερφυσικά οράματα  και αποκαλύψεις του Κυρίου. 2  Γνωρίζω έναν άνθρωπο σε ενότητα με τον Χριστό ο οποίος, πριν από δεκατέσσερα χρόνια—είτε με το σώμα, δεν γνωρίζω, είτε έξω από το σώμα, δεν γνωρίζω· ο Θεός γνωρίζει—αρπάχθηκε  ως τέτοιος άνθρωπος στον τρίτο ουρανό. 3  Ναι, γνωρίζω έναν τέτοιον άνθρωπο—είτε με το σώμα είτε χωριστά από το σώμα,  δεν γνωρίζω, ο Θεός γνωρίζει— 4  ότι αρπάχθηκε στον παράδεισο  και άκουσε ανείπωτα λόγια τα οποία δεν είναι θεμιτό να πει άνθρωπος. 5  Για έναν τέτοιον άνθρωπο θα καυχηθώ, αλλά δεν θα καυχηθώ για τον εαυτό μου, εκτός όσον αφορά τις αδυναμίες μου.  6  Διότι αν ποτέ θελήσω να καυχηθώ,  δεν θα είμαι παράλογος, γιατί θα λέω την αλήθεια. Δεν το κάνω όμως, ώστε κανείς να μη μου λογαριάσει περισσότερα από όσα βλέπει ότι είμαι ή ακούει από εμένα, 7  απλώς και μόνο εξαιτίας των πάρα πολλών αποκαλύψεων.

   Έτσι λοιπόν, για να μην εξυψώνομαι υπερβολικά,  μου δόθηκε ένα αγκάθι στη σάρκα,  ένας άγγελος του Σατανά, για να με χαστουκίζει συνεχώς, ώστε να μην εξυψώνομαι υπερβολικά. 8  Σχετικά με αυτό, τρεις φορές  ικέτευσα τον Κύριο να φύγει αυτό από εμένα· 9  και εντούτοις αυτός μου είπε: «Η παρ’ αξία καλοσύνη μου είναι επαρκής  για εσένα· διότι η δύναμή μου τελειοποιείται στην αδυναμία».  Με μεγάλη ευχαρίστηση, λοιπόν, θα καυχηθώ όσον αφορά τις αδυναμίες μου μάλλον,  ώστε η δύναμη του Χριστού να παραμείνει σαν σκηνή πάνω μου.  10  Γι’ αυτό, βρίσκω ευχαρίστηση σε αδυναμίες, σε προσβολές, σε περιπτώσεις ανάγκης, σε διωγμούς και δυσκολίες, για τον Χριστό. Διότι όταν είμαι αδύναμος, τότε είμαι δυνατός.   

   11  Έχω γίνει παράλογος. Εσείς με αναγκάσατε,  γιατί έπρεπε να είχα συστηθεί από εσάς. Διότι σε τίποτα δεν αποδείχτηκα κατώτερος από τους υπερέξοχους  αποστόλους σας, ακόμη και αν είμαι ένα τίποτα.   12  Πράγματι, τα σημεία του αποστόλου  επιδείχθηκαν ανάμεσά σας με κάθε υπομονή,  και με σημεία και θαυμαστά προμηνύματα και δυναμικά έργα.   13  Διότι σε τι μειονεκτήσατε ως προς τις υπόλοιπες εκκλησίες, εκτός από το ότι εγώ δεν σας έγινα βάρος;  Συγχωρήστε μου με καλοσύνη αυτή την αδικία.  

   14  Ορίστε! Αυτή είναι η τρίτη φορά  που είμαι έτοιμος να έρθω σε εσάς, και όμως δεν θα γίνω βάρος. Διότι ζητώ, όχι τα αποκτήματά σας,  αλλά εσάς· διότι δεν οφείλουν τα παιδιά  να αποταμιεύουν για τους γονείς τους, αλλά οι γονείς για τα παιδιά τους.   15  Εγώ δε με μεγάλη ευχαρίστηση θα δαπανήσω και θα δαπανηθώ εντελώς για τις ψυχές σας.  Αν σας αγαπώ περισσότερο, πρέπει να αγαπιέμαι λιγότερο;  16  Όπως και να είναι όμως, δεν σας επιβάρυνα.  Παρ’ όλα αυτά, εσείς λέτε ότι ήμουν «πανούργος» και σας έπιασα «με δόλο».   17  Όσο για οποιονδήποτε από εκείνους που σας έχω στείλει, μήπως σας εκμεταλλεύτηκα μέσω αυτού;  18  Παρακίνησα τον Τίτο και έστειλα τον αδελφό μαζί του. Μήπως σας εκμεταλλεύτηκε καθόλου ο Τίτος;  Δεν περπατήσαμε με το ίδιο πνεύμα;  Δεν περπατήσαμε στα ίδια ίχνη;  

   19  Μήπως νομίζετε όλο αυτό το διάστημα ότι υπερασπιζόμαστε τον εαυτό μας σε εσάς; Ενώπιον του Θεού μιλάμε σε σχέση με τον Χριστό. Αλλά, αγαπητοί, τα πάντα είναι για την εποικοδόμησή σας.  20  Διότι φοβάμαι μήπως, όταν έρθω,  σας βρω όχι όπως θα ήθελα και αποδειχτώ για εσάς όχι όπως θα θέλατε, αλλά, αντίθετα, μήπως υπάρχει έριδα, ζήλια,  θυμοί, φιλονικίες, κακολογίες, ψίθυροι, περιπτώσεις ατόμων φουσκωμένων από υπερηφάνεια, ακαταστασίες.  21  Ίσως, όταν ξαναέρθω, ο Θεός μου με ταπεινώσει ανάμεσά σας και πενθήσω για πολλούς από εκείνους που αμάρτησαν παλιότερα  αλλά δεν μετανόησαν για την ακαθαρσία και την πορνεία  και την έκλυτη διαγωγή  τους στην οποία επιδόθηκαν.
 


12 I have to boast. It is not beneficial; but I shall pass on to supernatural visions and revelations of [the] Lord. 2 I know a man in union with Christ who, fourteen years ago—whether in the body I do not know, or out of the body I do not know; God knows—was caught away as such to the third heaven. 3 Yes, I know such a man—whether in the body or apart from the body, I do not know, God knows— 4 that he was caught away into paradise and heard unutterable words which it is not lawful for a man to speak. 5 Over such a man I will boast, but I will not boast over myself, except as respects [my] weaknesses. 6 For if I ever do want to boast, I shall not be unreasonable, for I shall say the truth. But I abstain, in order that no one should put to my credit more than what he sees I am or he hears from me, 7 just because of the excess of the revelations.

Therefore, that I might not feel overly exalted, there was given me a thorn in the flesh, an angel of Satan, to keep slapping me, that I might not be overly exalted. 8 In this behalf I three times entreated the Lord that it might depart from me; 9 and yet he really said to me: “My undeserved kindness is sufficient for you; for [my] power is being made perfect in weakness.” Most gladly, therefore, will I rather boast as respects my weaknesses, that the power of the Christ may like a tent remain over me. 10 Therefore I take pleasure in weaknesses, in insults, in cases of need, in persecutions and difficulties, for Christ. For when I am weak, then I am powerful.

11 I have become unreasonable. YOU compelled me to, for I ought to have been recommended by YOU. For I did not prove to be inferior to [YOUR] superfine apostles in a single thing, even if I am nothing. 12 Indeed, the signs of an apostle were produced among YOU by all endurance, and by signs and portents and powerful works. 13 For in what respect is it that YOU became less than the rest of the congregations, except that I myself did not become a burden to YOU? Kindly forgive me this wrong.

14 Look! This is the third time I am ready to come to YOU, and yet I will not become a burden. For I am seeking, not YOUR possessions, but YOU; for the children ought not to lay up for [their] parents, but the parents for [their] children. 15 For my part I will most gladly spend and be completely spent for YOUR souls. If I love YOU the more abundantly, am I to be loved the less? 16 But be that as it may, I did not burden YOU down. Nevertheless, YOU say, I was “crafty” and I caught YOU “by trickery.” 17 As for any one of those I have dispatched to YOU, I did not take advantage of YOU through him, did I? 18 I urged Titus and I dispatched the brother with him. Titus did not take advantage of YOU at all, did he? We walked in the same spirit, did we not? In the same footsteps, did we not?

19 Have YOU been thinking all this while that we have been making our defense to YOU? It is before God that we are speaking in connection with Christ. But, beloved ones, all things are for YOUR upbuilding. 20 For I am afraid that somehow, when I arrive, I may find YOU not as I could wish and I may prove to be to YOU not as YOU could wish, but, instead, there should somehow be strife, jealousy, cases of anger, contentions, backbitings, whisperings, cases of being puffed up, disorders. 21 Perhaps, when I come again, my God might humiliate me among YOU, and I might mourn over many of those who formerly sinned but have not repented over their uncleanness and fornication and loose conduct that they have practiced.